Τόπος γέννησης
Γεννήθηκα στην Πλάκα, στην οδό Μνησικλέους· ο πατέρας μου Μακεδόνας από το Βελβεντό των Πιερίων, η μητέρα μου Κρητικιά. Στο διπλανό, δίδυμο σπίτι της οδού Μνησικλέους ζούσε η οικογένεια της Μαίρης Αρώνη, πρώτης μου εξαδέλφης (οι μητέρες μας ήταν αδελφές). Τέσσερα αδέλφια εμείς, κι άλλα τέσσερα μεγάλωναν στο διπλανό σπίτι. Σύνολο οκτώ παιδιά, από τα οποία μόνο τρία ήταν κορίτσια: εγώ, η αδελφή μου, η Χρυσάνθη, και η Μαίρη Αρβανιτάκη, προτού παντρευτεί τον Θόδωρο Αρώνη και κάνει θεατρική καριέρα με το όνομα Μαίρη Αρώνη. Ο πατέρας μου ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος και ο πατέρας της Μαίρης χρηματιστής.
Πατέρας αφέντης
Ο πατέρας μας, όταν καθόμασταν στο τραπέζι, μας απαγόρευε να μιλάμε την ώρα του φαγητού. Μια μέρα, μου 'πεσε το πιρούνι στο πιάτο και μας έπιασε νευρικό γέλιο. Εκείνος με κοίταξε αυστηρά και μου 'δειξε την πόρτα. Σηκώθηκα χωρίς δεύτερη κουβέντα και πήγα στην κουζίνα. Ηξερα πως, αν του αντιμιλούσα, θα 'πεφτε χαστούκι. Μόλις βγήκα από την πόρτα, ο αδελφός μου, ο Ανδρέας, έκανε νοήματα στον μικρότερο, τον Ντίνο, κοροϊδεύοντάς με για το πάθημά μου. Ομως ο πατέρας δεν χάριζε κάστανα. Τον απέπεμψε αυτοστιγμεί. Κι επειδή όσοι είχαν μείνει δοκίμασαν κάτι να του ψελλίσουν για να δικαιολογήσουν εμάς τους τιμωρημένους, έστειλε και τον Ντίνο και τη Χρυσάνθη έξω. Τελικά, δεν εγλίτωσε από την τιμωρία ούτε η καλότατη μητέρα μας. Ο πατέρας έμεινε μόνος. Ομως δεν βάσταξε τη μοναξιά και άρχισε να μας καλεί έναν έναν πίσω στο τραπέζι. Η τιμωρία, αυτή τη φορά, δεν κράτησε πολύ. Υπήρχαν όμως περιπτώσεις που το παράπτωμα σήκωνε κλείσιμο στο υπόγειο. Στο βάθος όμως ο πατέρας ήταν πολύ καλός και μας αγαπούσε. Μόνο που ήθελε να μας βάζει σε κάποια τάξη, και δεν είχε άδικο. Το περίεργο είναι ότι, παρ' όλο που ο πατέρας μου είχε όλα τα χαρακτηριστικά του «αφέντη» πάτερ φαμίλια και θα μπορούσε κανείς να τον θεωρήσει αυστηρό γονέα, ήταν ταυτόχρονα ένας από τους πιο προοδευτικούς ανθρώπους για την εποχή του. Είχε έρθει στην Αθήνα σε μικρή ηλικία και, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό, αγωνίστηκε πολύ σκληρά για να επιβιώσει. Υπήρξε αυτό που λέμε αυτοδίδακτος και αυτοδημιούργητος. Τα πολλά ταξίδια που έκανε στο εξωτερικό, αναπτύσσοντας γνωριμίες με μεγάλες ευρωπαϊκές «φίρμες», του άνοιξαν τα μάτια. Στην επιστροφή του δεν έφερνε μαζί του μόνο συμβόλαια, αλλά και ζωηρές εντυπώσεις από τις θεατρικές παραστάσεις και τις όπερες που είχε παρακολουθήσει. Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ το θέατρο. Η μητέρα μου καθόλου, παρ' ότι είχε τελειώσει το Αρσάκειο. Ο πατέρας έβλεπε όλες τις παραστάσεις. Πήγαινε στα καμαρίνια για να συγχαρεί τον Παντόπουλο, τον Βονασέρα, όπως μας τα έλεγε τότε. Κι αργότερα, τη Μαρίκα και την Κυβέλη.
«Ο Βεάκης έβαζε στοίχημα ότι θα μπορούσε να σε κάνει να γελάσεις στη σκηνή. Θύμα του ήταν ο Κωτσόπουλος»
Είχα πάντα τρακ
Στις θεατρικές παραστάσεις που στήναμε όταν ήμασταν παιδιά, στην ταράτσα της οδού Μνησικλέους, δεν πρωτοστατούσα εγώ περιέργως αλλά η Μαίρη. Εκείνη ήταν που κανόνιζε τα πάντα. Κι όμως, εγώ βγήκα πρώτη στο θέατρο. Εκείνη ακολούθησε. Εγώ είχα πολύ «τρακ» πριν βγω στη σκηνή. Η Μαίρη μου έλεγε πως δεν είχε καθόλου. Του Αγίου Ευθυμίου, η θεία Ματούλα, πρώτη εξαδέλφη της μητέρας μου, μας μάζευε όλους στο σπίτι της για να γιορτάσουμε τον άντρα της, που τον έλεγαν Ευθύμιο. Ηταν οικογενειακή παράδοση να ετοιμάζει η Μαίρη κάποια θεατρική παράσταση με θεατές τους συγγενείς και φίλους του εορτάζοντος. Θυμάμαι πως κάποτε, σε μια παρόμοια γιορτή, η Μαίρη μας είπε ότι θα προετοίμαζε μια σκηνή από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Την Ιουλιέτα την κράτησε η Μαίρη για τον εαυτό της, ενώ το ρόλο του Ρωμαίου τον έδωσε να τον ερμηνεύσει... η θεία Ματούλα. Σ' εμένα έδωσε τον... υποβολέα. Αισθάνθηκα πανευτυχής που δεν θα είχα να μάθω απ' έξω κάποιον ρόλο. Ομως, την επόμενη χρονιά παίξαμε το Ζητείται Υπηρέτης του Μπάμπη Αννινου. Το έργο ήταν πολυπρόσωπο και αυτή τη φορά δεν τη γλίτωσα κάτι που πολύ με στενοχώρησε!
«Πώς βγήκατε στο θέατρο;»
Ολοι με ρωτάνε πώς κι έτυχε να βγω στο θέατρο. Τους ξαφνιάζει η απάντηση που τους δίνω: Ο πατέρας μου ο ίδιος με πήρε από το χέρι, που λένε, και με πήγε στον Θόδωρο Συναδινό, τον θεατρικό συγγραφέα και διευθυντή της Δραματικής Σχολής του υπό ίδρυση τότε Εθνικού Θεάτρου. Ο πατέρας μου δεν τον γνώριζε τον Συναδινό. Του τον είχε συστήσει κάποιος κοινός φίλος. Ο πατέρας μου είχε διαβάσει στις εφημερίδες πως η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε αποφασίσει να ιδρύσει Εθνικό Θέατρο στη Σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου της οδού Αγίου Κωνσταντίνου. Και πως ο τότε υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου είχε αναθέσει την καλλιτεχνική διεύθυνση στον Φώτο Πολίτη και τη διεύθυνση της Δραματικής Σχολής στον Θόδωρο Συναδινό. Κάποια μέρα μου λέει:
Παιδί μου, να η ευκαιρία για σένα να γίνεις ηθοποιός.
Μα πατέρα... ψελλίζω.
Τι πατέρα και ξεπατέρα, μου λέει. Θα σε πάω στον κύριο Συναδινό και θα σε εγγράψω στη Δραματική Σχολή.
Δεύτερη κουβέντα δεν σήκωνε ο πατέρας μου. Αλλο που κι εμένα με βόλευε η ιδέα ότι έτσι θα αποκτούσα την πολυπόθητη ελευθερία, την οποία είχε στερηθεί όλα αυτά τα χρόνια. Χρόνια καταπίεσης από τον πατέρα μου, από την καλότατη και υπομονετικότατη κατά τα άλλα μητέρα μου, αλλά κι από τα αδέλφια μου, τον Ανδρέα και τον Ντίνο, που κατασκόπευαν το κάθε μικροπαραστράτημά μου.
Μια αξέχαστη συνάντηση
Δεν θα ξεχάσω τη συνάντηση εκείνη με τον Θόδωρο Συναδινό. Ο πατέρας μου μπροστά. Εγώ σε κάποια απόσταση, δίπλα του, συνεσταλμένη και ανήσυχη. Ο πατέρας μου αποφασιστικός και πλημμυρισμένος από βεβαιότητα. Λες και θα του παρουσίαζε το μεγαλύτερο θεατρικό ταλέντο της υφηλίου. Η κόρη μου έχει ταλέντο, λέει. Και ο Συναδινός:
Πώς το ξέρετε; Η απάντηση του πατέρα μου ήρθε κοφτή:
Μα, είμαι ο γεννήτωρ!
Κάποια μέρα έφτασε και η ώρα που θα παρουσιαζόμουν στην Επιτροπή της Δραματικής Σχολής για να με εξετάσει. Μέλη της Επιτροπής ήταν ο Φώτος Πολίτης, ο ίδιος ο Συναδινός, ο Νίκος Παπαγεωργίου, ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Σπύρος Μελάς, ο Ηλίας Βουτιερίδης, ο Παύλος Νιρβάνας. Παρουσιάστηκα, λοιπόν, μπροστά στην Επιτροπή. Απάγγειλα το «Lacrimae rerum» του Λάμπρου Πορφύρα και αμέσως μετά άρχισα να απαγγέλλω στίχους από την Ιφιγένεια εν Αυλίδι που άρχιζαν έτσι: «Στους ίσκιους σας, ασίγαστες κορφές του παλαιού ιερού πυκνόφυλλου άλσους...». Δεν πρόλαβα καλά καλά να πω τα πρώτα λόγια και με σταμάτησαν λέγοντάς μου ότι δεν χρειαζόταν να συνεχίσω. Εγώ ρώτησα δήθεν ανήσυχη:
Μήπως δεν κάνω για το θέατρο;
Και ο Μίλτος Λιδωρίκης, προσωπάρχης στο Εθνικό Θέατρο και μέλος της Επιτροπής (πατέρας του αείμνηστου Αλέκου Λιδωρίκη), έσπευσε να προσθέσει:
Εξ όνυχος τον λέοντα!
Εγώ καμώθηκα τάχατες πως δεν κατάλαβα τη σημασία της ρήσης και ξαναρώτησα:
Δηλαδή, δεν τα 'πα καλά;
Και ο Φώτος Πολίτης μου λέει:
Εντάξει, εντάξει. Μόνο τώρα που θα βγεις έξω, μην πας να πεις στους συμμαθητές σου πως πέρασες.
Ούτε στο σπίτι μου; ρώτησα αφελώς...
Ο πρώτος μου μισθός
Τέλειωσα τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με άριστα. Το ίδιο και ο Θάνος Κωτσόπουλος. Πρώτος μισθός μου, 6.000 δραχμές, όταν ο ανώτατος μισθός πρωταγωνιστή ήταν 10.000 δραχμές (η τιμή εισιτηρίου της πλατείας ήταν 15 δραχμές, του πρώτου εξώστη 10 και του δεύτερου εξώστη 5). Μοναδική εξαίρεση είχε γίνει για τον Βεάκη, που έπαιρνε 12.000 συν 3.000 ως καθηγητής της Δραματικής Σχολής. Με τα πρώτα μου χρήματα έκανα δώρα στους γονείς μου και στ' αδέλφια μου. Το 1935 ο μισθός μου αυξήθηκε σε 8.500 δραχμές, και τούτο γιατί ήμουν η μοναδική πρωταγωνίστρια - ενζενύ του Εθνικού Θεάτρου και κρατούσα στην πλάτη μου ένα σημαντικό μέρος του ρεπερτορίου.
Δεύτερη αξέχαστη στιγμή
Ηταν στους Ταπεινούς και καταφρονεμένους, που τους είχε διασκευάσει ο Βεάκης και όπου πρωταγωνιστούσε ο ίδιος. Είχα την εξαιρετική τύχη να παίξω δίπλα στον μεγάλο εκείνο ηθοποιό. Κάθε βράδυ, πριν ανοίξει η αυλαία, μου έκανε εντύπωση ότι το χέρι του ήταν παγωμένο. Τον ρώτησα:
Εχετε κι εσείς τρακ, κύριε Βεάκη;
Μου απάντησε:
Οσο πιο φημισμένος είναι ένας ηθοποιός, τόσο μεγαλύτερη και η ευθύνη του απέναντι στο κοινό.
Οταν τέλειωσαν οι παραστάσεις του έργου, ο Βεάκης με τίμησε, εμένα, μια πρωτόβγαλτη ηθοποιό, χαρίζοντάς μου ένα αναμνηστικό λεύκωμα που φιλοτέχνησε ο ίδιος, με φωτογραφίες από τις παραστάσεις του έργου. Με το χέρι του είχε γράψει τις λεζάντες, καθώς και μια ιδιόχειρη αφιέρωση.
«Στο στάδιό σου το καλλιτεχνικό, που η Δόξα σού χαμογελά και σου παραστέκει, να σου μείνει αξέχαστο μάθημα αυτοπεποίθησης και περηφάνιας ο θρίαμβός σου των Ταπεινών και Καταφρονεμένων. Στον τόπο μας, όπου θα ζήσεις, θα συναντήσεις κι άλλοτε το είδος αυτό των σκουληκιών, που εδώ μπορούν ανεξέλεγκτα να 'χουν τ' όνομα του κριτικού, μα σ' άλλες χώρες, πιο πολιτισμένες, δεν θ' άκουγαν παρά μόνο στ' όνομα του κοινού εκβιαστή. Κράτα γι' αυτούς την αδιαφορία και την περιφρόνησή σου. Με το Θρίαμβο των Ταπεινών και Καταφρονεμένων σ' όλη τη σειρά των παραστάσεών τους, είδες πώς απαντά το Μεγάλο Κοινό μας στα χυδαία μοχθηρά τους λιβελλογραφήματα! Βεάκης».
Στο Θανάση Λάλα
Πηγή: Το Βήμα
*Η Βάσω Μανωλίδου πέθανε στις 11 Αυγούστου του 2004 και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Θεωρούταν η τελευταία από τους μεγάλους του ελληνικού θεάτρου.