Πότε και ποιος το ίδρυσε
To Ηρώδειο κτίσθηκε μεταξύ των ετών 160 και 174 μ.Χ. από τον πάμπλουτο Ηρώδη Αττικό, φιλόσοφο και γόνο παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, στη μνήμη της συζύγου του Ρήγιλλας.
Περιγραφή του κτιρίου
Πρόκειται για τυπικό ρωμαϊκό ωδείο, εντός του οποίου παρουσιαζόταν κυρίως μουσική. Το οικοδόμημα ήταν μεγάλο και ιδιαίτερα πολυτελές. Το μαρμάρινο κοίλο του, μεγαλύτερο του ημικυκλίου, είχε διάμετρο 80 μέτρων και χωρούσε 4.800 θεατές. Η ημικυκλική ορχήστρα είχε επίστρωση από ασπρόμαυρα μάρμαρα. Συνολικού μήκους 92 μέτρων και ύψους 28, κτισμένο με λαξευτή τοιχοποιΐα, το επιβλητικό οικοδόμημα της σκηνής πλαισιωνόταν εκατέρωθεν από κλιμακοστάσια διακοσμημένα με ψηφιδωτά. Τυπική για ρωμαϊκό ωδείο, η εσωτερική τριώροφη όψη της σκηνής ήταν επενδεδυμένη με πολύχρωμα μάρμαρα και διαμορφωμένη με επάλληλες διακοσμητικές κιονοστοιχίες και κόγχες που φιλοξενούσαν αγάλματα μελών του αυτοκρατορικού οίκου και της οικογένειας του Ηρώδη. Σύμφωνα με αρχαιολογικά τεκμήρια το Ηρώδειο ήταν τουλάχιστον μερικώς καλυμμένο με ξύλινη, κεραμοσκεπή στέγη.
Σύντομο αρχαιολογικό ιστορικό
Ο Παυσανίας, που επισκέφθηκε την Αθήνα επί Μάρκου Αυρηλίου, περιέγραψε το Ηρώδειο ως «το αξιολογότερο απ' όλα τα άλλα οικοδομήματα αυτού του είδους». Ατυχώς, το 268 μ.Χ., ούτε έναν αιώνα από την ολοκλήρωση της κατασκευής του, το ωδείο καταστράφηκε από πυρκαγιά κατά την εισβολή των Ερούλων. Έκτοτε το ερείπιό του αξιοποιήθηκε ως λατομείο οικοδομικού υλικού, προστατευμένος τόπος κατοικίας και οχυρό. Το 1667 ενσωματώθηκε στο τείχος που περιέβαλε την νότια κλιτύ της Ακρόπολης, ενώ το 1857, λίγο πριν επέμβουν οι αρχαιολόγοι, το βάθος της επίχωσης στο κοίλο υπερέβαινε τα 12 μέτρα και ο χώρος χρησίμευε ως αγρός για καλλιέργειες. Η πλήρης ανασκαφή αποκάλυψε ένα κατεστραμμένο κοίλο, με λιγοστές επί τόπου σωζόμενες σειρές εδωλίων κι' αυτές έντονα ασβεστοποιημένες από την αρχική πυρκαγιά.
Το Ηρώδειο στα νεώτερα χρόνια
Μετά την Απελευθέρωση, η ανάγκη του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους να στηρίξει την ταυτότητά του εκφράζεται με αναμενόμενη νομοτέλεια στο έντονο και επίμονο ιδεολόγημα της ιστορικής συνέχειας προς την αρχαιότητα. Ως συνέπεια αναπτύσσεται πιεστική επιχειρηματολογία για πολιτιστική και οικονομική αξιοποίηση -δηλαδή χρήση- των αρχαίων θεάτρων. Ήδη το 1867 το πρόσφατα ανασκαμμένο Ηρώδειο φιλοξενεί την πρώτη παράσταση αρχαίου δράματος. Τα έτη 1898, 1900, 1922 γίνονται διάφορες εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης. Στο μεταξύ, ο ιστορικός χώρος αρχίζει να χρησιμοποιείται τακτικά για τέλεση παραστάσεων και δημόσιων εκδηλώσεων. Τον Σεπτέμβριο του 1920 πραγματοποιούνται εκεί πανηγυρικά οι Γιορτές της Νίκης του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία: παρουσία του Βενιζέλου και πλήθους επισήμων, παρουσιάζεται η Συμφωνία της Λεβεντιάς του Καλομοίρη. Η ίδρυση του θιάσου της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου (1924) οδηγεί στην οριστική καθιέρωσή του Ηρωδείου ως τόπου παρουσίασης αρχαίου δράματος, ενώ οι Δελφικές εορτές του ζεύγους Σικελιανού (1927, 1930) δίνουν νέα ώθηση στο θέμα. Με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου (1932) συστηματοποιείται η έρευνα για την ερμηνεία του αρχαίου δράματος. Το 1936 η Κυβέρνηση Μεταξά ιδρύει ετήσιες «περιόδους εορτών» με παρουσιάσεις αρχαίων δραμάτων σε υπαίθρια θέατρα και το Εθνικό Θέατρο κατασκευάζει ξύλινα εδώλια στο κάτω διάζωμα του Ηρωδείου. Η δημόσια, σθεναρή αντίθεση του αρχιτέκτονα-πολεοδόμου Κωνσταντίνου Δοξιάδη στις προτάσεις για πλήρη «αναμαρμάρωση» του αρχαίου ωδείου αναβάλλει μόνον προσωρινά την επέμβαση. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, το Ηρώδειο φιλοξενεί συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών αλλά και παραστάσεις της νεοσύστατης Εθνικής Λυρικής Σκηνής στις οποίες η νεαρά Μαρία Κάλλας -τότε ακόμη Μαρία Καλογεροπούλου- πρωταγωνιστεί στον Φιντέλιο του Μπετόβεν και στον Πρωτομάστορα του Καλομοίρη.
Το 1947, ενώ ακόμη διεξάγονται οι τελευταίες μάχες του Εμφυλίου Πολέμου, το Αρχαιολογικό Συμβούλιο αποφασίζει την αναμαρμάρωση του δαπέδου του ωδείου και την «πλήρη αυτού αναστήλωση εσωτερικώς και εξωτερικώς» με στόχο την «.καλυτέρα εξυπηρέτηση των εν τω Ωδείω διδομένων συγχρόνων παραστάσεων». Την δαπάνη αναλαμβάνει το Εθνικό Θέατρο ενώ συμμετέχουν η Εθνική Λυρική Σκηνή και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Τη γενική τεχνική και επιστημονική επίβλεψη των εργασιών έχει ο καθηγητής Αναστάσιος Ορλάνδος. Το 1952 τη δαπάνη του εν εξελίξει έργου παραλαμβάνει η Αρχαιολογική Εταιρία. Ταυτόχρονα μετατίθεται αρκετά νοτιότερα ο δημόσιος δρόμος που ερχόταν από την περιοχή Μακρυγιάννη και κατέληγε στην πλατεία ακριβώς εμπρός από το Ηρώδειο και απομακρύνονται τα παραπήγματα των κέντρων διασκέδασης που βρίσκονταν εκεί. Η υπάρχουσα πρόσβαση διαμορφώνεται στο πλαίσιο της συνολικής διαμόρφωσης του τοπίου γύρω από την Ακρόπολη που σχεδιάζει λεπτομερώς ο αρχιτέκτων Δημήτρης Πικιώνης. Πρόκειται για πλατιά, μνημειακή κλίμακα από μάρμαρο, με ακανόνιστα πλατύσκαλα που οδηγεί από το επίπεδο της σημερινής Διονυσίου Αρεοπαγίτου στο πλάτωμα ενώπιον των εισόδων του Ωδείου. Εκατέρωθεν δημιουργούνται υποχωρήσεις ή προεκτάσεις που δημιουργούν ένα «γραφικό» διάλογο σύνδεσης με τον αρχαιολογικό χώρο, ενώ ο γύρω, ανασκαμμένος χώρος φυτεύεται με μεσογειακούς θάμνους και δένδρα.
Το Ηρώδειο γίνεται βάση του Φεστιβάλ Αθηνών
Η απόφαση της Κυβέρνησης του πρεσβύτερου Κωνσταντίνου Καραμανλή να ιδρύσει το Φεστιβάλ Αθηνών, βρίσκει το Ωδείο που έκτισε ο Ηρώδης Αττικός στη μνήμη της αγαπημένης συζύγου του σχεδόν έτοιμο να υποδεχτεί τους επισήμους. Μια μακρά προϊστορία ιδεολογικών εμμονών για ελληνικότητα έχει επιτέλους αποκτήσει ολοκληρωμένη θεσμική έκφραση και το αναστυλωμένο Ηρώδειο προσφέρει την ιδανική έδρα. Τα εγκαίνια του θεσμού έγιναν τον Αύγουστο του 1955 δίχως να έχει ακόμη ολοκληρωθεί η αναμαρμάρωση του άνω διαζώματος, με το γύρω τοπίο γυμνό, διάστικτο από ισχνούς φρεσκοφυτεμένους θάμνους. Μετά την ολοκλήρωση της αναμαρμάρωσης -εξαιρέθηκαν οι κατεστραμμένες περιοχές άνωθεν των παρόδων- το κοίλο του Ηρωδείου μπορεί να φιλοξενήσει 4.680 θεατές, 120 λιγότερους απ' ό,τι κατά την αρχαιότητα. Πολύ αργότερα πλακοστρώθηκε και η πλατεία μπροστά από τις εισόδους του Ωδείου.
Στα 52 χρόνια λειτουργίας του Φεστιβάλ Αθηνών η σκηνή του Ηρωδείου φιλοξένησε σχεδόν όλα τα κορυφαία ονόματα -διεθνή και εγχώρια- του χώρου της σοβαρής μουσικής, του χορού και του θεάτρου κατά τα μεταπολεμικά χρόνια. Κατά τις πρώτες τρεις δεκαετίες λειτουργίας του ο θεσμός προσέφερε στο αθηναϊκό κοινό έναν ανεκτίμητο -έστω εποχιακό- δίαυλο επικοινωνίας με το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της Δύσης και ένα βήμα υπέρτατης καταξίωσης στους Έλληνες δημιουργούς.