Η διαμάχη μεταξύ Καραγάτση – Λαπαθιώτη διεξήχθη στα 1943, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Νέα Εστία, και ξεκίνησε όταν ο Καραγάτσης με επιστολή του στον Π. Χάρη, τότε διευθυντή της Νέας Εστίας, έγραφε για την απόφασή του να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο:
(…)
Επειδή ανάφερες και το παράδειγμα του υποφαινομένου στο τελευταίο σου χρονογράφημα, θα ήθελα να σου ξομολογηθώ την κωμικοτραγικήν ιστορία του ψευδωνύμου μου.
Ήμουνα κι εγώ από τους νέους εκείνους που είχαν πολλούς δισταγμούς για το πρωτόλειό τους έργο. Δε με φόβιζε όμως η γνώμη των συνανθρώπων μου. Με το δονκιχωτικό θράσος των δειλών, ήμουνα έτοιμος να δώσω τη μάχη με το πραγματικό και τόσο -κατά τη γνώμη σου- καλαίσθητο όνομά μου. Με τη διαφορά πως το όνομα αυτό δεν ήταν μόνο δικό μου, αλλά και του μακαρίτη του πατέρα μου, ενός ανθρώπου μ’ εξαιρετικήν αξία και μεγάλα πνευματικά και ηθικά χαρίσματα. Αλλά και παθολογικά εγωκεντρικού, που πίστευε ακράδαντα πως κάθε άλλος έξω από το δρόμο που ακολούθησε αυτός στη ζωή του, είχε μέσα του το σπέρμα της κατωτερότητας, της αποτυχίας. Και σαν καλός πατέρας που ήταν, σπατάλησε τις δυνάμεις του και την περιουσία του για να με κάνει ό,τι ήταν κι αυτός. Δηλαδή ένα σοβαρό και πρακτικό επιστήμονα πολιτικό.
Καταλαβαίνεις τη βαθειά του απογοήτευση όταν είδε τις βιολογικές και διαμορφωτικές του προσπάθειες να πάνε χαμένες. Χωρίς να έχουμε μιλήσει ποτέ καθαρά, καταλάβαινε πως η λογοτεχνική προοπτική ήταν το μεγάλο μου πάθος. Και συννέφιαζε…
Έτυχε ο μακαρίτης να έχει φίλο γκαρδιακό ένα συνομήλικό του στρατιωτικό, που ο γιος του, καλός κι ορθόδοξος ποιητής, ακολούθησε κάποιον αιρετικό σε άλλες βιοκοινωνικές του εκδηλώσεις δρόμο¹. Και γεννήθηκε στη φαντασία του πατέρα μου η πλάνη πως ο κάθε νεοέλληνας λογοτέχνης πρέπει νάχει όλα τα γνωρίσματα που ξεχώριζαν το γιο του γερο-φίλου του από τους άλλους ανθρώπους. Με φώναξε λοιπόν μια μέρα και μου εδήλωσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο:
-Το όνομα που σου έδωσα είναι ακηλίδωτο και σου απαγορεύω να το κηλιδώσεις! Δε θάχουμε στην οικογένειά μας τα ρεζιλίκια του Παυσανία!
Έσκυψα το κεφάλι με τον πρεπούμενο υικό σεβασμό:
-Να μείνετε ήσυχος. Θα πάρω ψευδώνυμο…
Κι έτσι από Ροδόπουλος γίνηκα Καραγάτσης.
Ύστερ’ από λίγο καιρό κυκλοφόρησε ο “Συνταγματάρχης Λιάπκιν”. Ο μακαρίτης αγνοούσε επισήμως το φοβερό μου στραβοπάτημα. Όταν όμως διάβασε τις κριτικές, όταν άκουσε τους επαίνους των ανίδεων για την πεισματωμένη αντίληψή του γνωστών και φίλων, άρχισε να κλονίζεται. Και μια μέρα αγόρασε το “Λιάπκιν” και τον διάβασε κρυφά. Μάλιστα κρυφά.
Και κατάλαβε. Γιατί, όπως είπαμε, ήταν άνθρωπος με ανώτερην αντίληψη, ο μακαρίτης.
Με φώναξε, λοιπόν, πάλι στο γραφείο του και μου είπε τον παρακάτω μνημειώδη λόγο:
-Κηλιδωμένο όνομα σου έδωσα και πήρες ψευδώνυμο;
Έτσι, το ψευδώνυμό μου χρωστιέται όχι σε δικό μου, αλλά σε πατρικό complexe d’ infériorité για λογαριασμό του οικογενειακού ονόματος. Με τη διαφορά πως όταν γίνηκε φανερό πως δεν υπήρχε φόβος να κηλιδώσω με την πέννα μου το όνομα των Ροδοπουλέων, ήταν πια πολύ αργά. Κι έτσι απόμεινα Καραγάτσης.
Ας όψεται ο γιος του Παυσανία…
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 379 (15/3/1943)
¹Σ’ αυτό το σημείο ο Καραγάτσης “φωτογραφίζει” το γνωστό ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ο οποίος μάλιστα συνεργαζόταν συχνά με το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Ο πατέρας του Λαπαθιώτη λεγόταν Λεωνίδας και ήταν ανώτατος στρατιωτικός, ενώ το 1909 έγινε υπουργός των εξωτερικών και αργότερα βουλευτής.
Η ευφυέστατη απάντηση του Λαπαθιώτη δημοσιεύτηκε στο μεθεπόμενο τεύχος. Εκεί ο Λαπαθιώτης γράφει, μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στον Καραγάτση:
(…)
Στο τελευταίο γράμμα του, για τα ψευδώνυμα, αφηγούμενος το πώς αναγκάστηκε να πάρη το ψευδώνυμό του, αναφέρει πρόσωπα που μου τυχαίνουν γνώριμα, και μάλλον προσφιλή: τον πατέρα του, το φίλο του πατέρα του (Παυσανία, Πελοπίδα, είτε Λεωνίδα στρατηγό), και το γιο του φίλου του πατέρα του. Κι επειδή αυτός ο γιος του φίλου του πατέρα του δε μπορεί ο ίδιος να μιλήση, θ’ αναλάβω να μιλήσω αντ’ αυτού σα να ήμουν εντελώς στη θέση του. Δεν ξέρω τίνος είδους αντιπάθεια είχε ο πατέρας του Μ. Καραγάτση για το “στραβό δρόμο” που είχε πάρει ο γιος του καλού του φίλου Λεωνίδα, αλλά, καθώς θυμάμαι, δεν του την έκανε ποτέ γνωστή, σε ιδιαίτερές τους συζητήσεις, και δε μπορώ να λησμονήσω το θερμό και πατρικό του φέρσιμο προς το γιον αυτό, τον “παραστρατημένο”, τις φορές που έτυχε να βρίσκωμαι παρών!
Κι ακόμα, ξέρω αρκετά καλά πως ο ίδιος ο στρατηγός ο Λεωνίδας ήταν, ως το τέλος της ζωής του, -κι εκείνος, κι η γυναίκα του, άνθρωποι μορφωμένοι και πολιτισμένοι- υπερήφανος για το δρόμο που πήρε το παιδί τους, μάλιστα κάπως υπερβολικά (αν κι εδώ που τα λέμε, δεν πιστεύω ν’ αρνηθή ο φίλος Καραγάτσης ότι κι οι δυο τους είχαν και λίγο δίκιο!).
Τώρα αν στις οικογενειακές τους συζητήσεις, ο πατέρας του φίλου Καραγάτση έλεγε τ’ αντίθετα (γιος και πατέρας, βέβαια, αλλιώς κουβεντιάζουν μεταξύ τους), – αυτό επίσης, δε βρίσκομαι σε θέση να το ξέρω, και το πιστεύω, όπως το λέει ο φίλος Καραγάτσης… Τόση, βλέπεις, ήταν η πνευματική διαφορά των δυο εκείνων φίλων πατεράδων (και συμ-βουλευτών, ένα διάστημα), ώστε, ενώ ο ένας είχε την αφέλεια να απαγορεύση στο παιδί του να γίνη λογογράφος για να μη μοιάση με το γιο του φίλου του, ο άλλος είχε την αντίθετην αφέλεια, όταν ο γιος του ήταν δώδεκα χρονών, να του τυπώση, σε βιβλιαράκι, από δική του εντελώς πρωτοβουλία, ένα παιδικό του δραματάκι, έμμετρο και ομοιοκατάληκτο, – τον… περίφημο “Νέρωνα τον Τύραννο”, και να το μοιράζη στους γνωστούς του…
Αλλά, στα τελευταία, θα μου πήτε, τι βγαίνει απ’ αυτή την ιστορία; Θα σας το πω κι αυτό αμέσως: Βγαίνει πως ο φίλος Καραγάτσης, μην έχοντας πρόχειρη άλλην αφορμή, βρήκε τον τρόπο, γι’ άλλη μια φορά, να ικανοποιήση αξιόλογα το, ας το πω χαριτωμένο, “βίτσιο” του, της φιλάρεσκης περιαυτολογίας, θυσιάζοντας σ’ αυτό, δίχως ίχνος τύψεως, και το γιο του φίλου του πατέρα του, -κι ακόμα και τον ίδιο τον πατέρα του, που μας τον παρασταίνει αφελέστατο και με πρωτόγονη, σχεδόν, απλοϊκότητα, ενώ τον ξέραμε, ως τώρα, σοβαρά και πολιτισμένα μορφωμένο… Χαλάλι του! Σήμερα, άλλωστε, τέτοιο είναι και της εποχής το δόγμα: Ο σκοπός ν’ αγιάζη τα μέσα! Κι εγώ, τώρα, για να τον ευχαριστήσω, υπερακοντίζω τους σκοπούς του…
Μόνο, ακόμα, που θα παρατηρήσω πως, αν ο γιος του φίλου του πατέρα του είναι ο… ανήθικος υπεύθυνος για το πάρσιμο αυτού του ψευδωνύμου του, -δεν είναι όμως, και καθόλου, υποθέτω, για τη φρικώδη ακαλαισθησία της ευρέσεως αυτού του ψευδωνύμου! Γι’ αυτήν είναι υπεύθυνος ο ίδιος, – ο ίδιος που το βρήκε, και που τόχει…
Με συγχωρείς, “Νέα” μου “Εστία”, που τόσο σ’ απασχόλησα με μιαν υπόθεση πολύ προσωπική, – αλλά. πρώτος, ο φίλος Καραγάτσης άνοιξε και τούτο το μπελά, όπως κάνει, κατ’ αρχήν, σ’ αυτές τις περιστάσεις!
Εγώ, δεν κάνω, παρά να τον κλείσω.
Εκτός αν έχη όρεξη και γι’ άλλο… Εγώ δεν έχω, – αλλά τι να κάνω! Γιατί να του χαλάσω την καρδιά;…
Φίλος σου πάντα
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 381 (15/4/1943)