"Έφυγε" σαν σήμερα, στις 28 Ιουνίου 1985
Παιδί πλούσιας οικογένειας χρυσοχόων πήγε αρχικά στη Γαλλία το 1930 για να σπουδάσει χρυσοχοΐα, αλλά σύντομα εγκατέλειψε τις σπουδές του και παραδόθηκε στην καλή ζωή. Η ανάγκη για χρήματα, τον έσπρωξε στο σανίδι συμμετέχοντας ως κομπάρσος σε έργο του σπουδαίου θεατρανθρώπου Λουί Ζουβέ. Ο τελευταίος ανακάλυψε το ταλέντο του και τον ώθησε να φοιτήσει στη σχολή του. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του και στη συνέχεια έκανε κάποιες εμφανίσεις στο γαλλικό θέατρο. Το καλοκαίρι του 1938 επέστρεψε στην Ελλάδα. Πρωτοεμφανίστηκε στο ελληνικό κοινό στην παράσταση «Τα Παράσημα της Γριούλας» με το θίασο της Κυρίας Κατερίνας. Το 1941 ερμήνευσε εξαιρετικά τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο «Ο παίκτης» του Ντοστογιέφκι με το θίασο Μ. Μυράτ-Γ. Παππά. Έπαιξε όλα τα είδη θεάτρου εκτός από αρχαίο δράμα και κατάφερε με θαυμαστή συνέπεια να ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία. Συνεργάστηκε με αξιόλογους θιάσους, όπως Κοτοπούλη, Ανδρεάδη, Κατράκη ενώ για ένα μικρό χρονικο διάστημα είχε τον δικό του θίασο.
Στον κινηματογράφο, η συνεργασία του με τον Φίνο συνεχίστηκε και το 1943 τον βρίσκει να πρωταγωνιστεί στην πρώτη επίσημη ταινία της Φίνος Φιλμ «Η Φωνή της Καρδιάς». Μέχρι να αφοσιωθεί στην κωμωδία διακρίθηκε σε αρκετές δραματικές ταινίες, όπως οι: «Πρόσωπα Λησμονημένα» (1946), «Μαρίνα» (1947), «Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν» (1951), «Η Άγνωστος» (1956). Τη δεκαετία του ’40 ήταν ζεν πρεμιέ, καθώς εκτός από άφθονο ταλέντο διέθετε ακαταμάχητη γοητεία και σαγήνευε τις γυναίκες της εποχής.
Συνολικά έπαιξε σε 77 ταινίες και 3 τηλεοπτικές σειρές. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 αφιερώθηκε στην κωμωδία, γυρίζοντας τεράστιες επιτυχίες. Δύο από αυτές ήταν καθοριστικές στην πορεία του και αμφότερες ήταν του Φίνου. Η πρώτη ήταν το «Υπάρχει και Φιλότιμο» (1965), με την ερμηνεία του ως ο θρυλικός πλέον «Μαυρογιαλούρος», όπου καθιερώθηκε ως κορυφαίος κωμικός και σταρ σε θέατρο και κινηματογράφο. Η δεύτερη ήταν το «Κάτι Κουρασμένα Παλικάρια» (1967), στην οποία έφτιαξε τον τύπο του εργένη πλούσιου νεανίζοντος μεσήλικα και αθεράπευτου γυναικά. Μεγάλες επιτυχίες του αποτέλεσαν και οι ταινίες «Η Αλίκη στο Ναυτικό» (1961), «Χτυποκάδια στο Θρανίο» (1963), «Η Χαρτοπαίχτρα» (1964), Η Βίλλα των Οργίων» (1964), «Η Γυναίκα μου Τρελάθηκε» (1966), «Τζένη Τζένη» (1966), «Η Κόρη μου η Σοσιαλίστρια» (1966), «Ο Μπλοφατζής» (1969), «Τι Τριάντα, τι Σαράντα, τι Πενήντα» (1972) και πολλές άλλες.
Ο Κωνσταντάρας ήταν ένας αληθινός σταρ. Ακόμα κι όταν ερμήνευε ρόλους που δεν ήταν πρώτοι, κατόρθωνε πάντα να ξεχωρίζει και να περνάει στη συνείδηση του κοινού ως πρωταγωνιστής. Άφησε εποχή ως ο «αγαπημένος μπαμπάς» του ελληνικού σινεμά, αφού υποδύθηκε με μεγάλη επιτυχία τον πατέρα πρωταγωνιστριών, κυρίως της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Συνόδευε τον συχνά αυτοσαρκαστικό λόγο του στις ερμηνείες του με αμίμητες γκριμάτσες εμπνευσμένους μορφασμούς και ανάλογες χειρονομίες.
Το 1969 βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία «Ο Μπλοφατζής».
(Πηγή: Φίνος Φιλμ)