Σε 32 μήνες, από την εναρκτήρια παράσταση του Αγαμέμνονος έως τον πρόωρο θάνατό του τα ξημερώματα της 4ης Δεκεμβρίου 1934, ο Φώτος Πολίτης ανέβασε τριάντα πέντε έργα των σημαντικότερων δημιουργών όπως οι Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Σαίξπηρ, Μολιέρος, Γκολντόνι, Σίλλερ, Μυσσέ, Ίψεν, Τσβάιχ, Σω, Ο'Νηλ, αλλά και Δ. Βυζάντιος, Γρ. Ξενόπουλος, Π. Χορν, Σπ. Μελάς, και Αλ. Λιδωρίκης εκπληρώνοντας τους παιδευτικούς σκοπούς του να φέρει το θεατή σε επαφή με τα αριστουργήματα της παγκόσμιας θεατρικής τέχνης, από τους αρχαίους τραγικούς έως τους σύγχρονους συγγραφείς, και να τον βοηθήσουν, μέσω της σκηνοθεσίας, να πλησιάσει την ουσία του κάθε έργου. Αυτή τη σκηνοθεσία του Πολίτη σχολιάζει ο Μπαστιάς παρατηρώντας:
Την ονόμασε μάλιστα [ο Πολίτης] εσωτερική σκηνοθεσία για να την ξεχωρίσει από την άλλη, την εξωτερική, την σκηνοθεσία που δεν φιλοδοξούσε να ξεπεράσει τα όρια ενός καλαίσθητου σαλονιού [...] και ο σκηνοθέτης μεταφράζει το έργο του ποιητή στην γλώσσα της σκηνής. Βρίσκει δηλαδή τον τρόπο ώστε να φέρει στην επιφάνεια το βαθύτερο νόημα του έργου, να φωτίσει καλύτερα τους χαρακτήρες κι' έτσι να φέρει όσο γίνεται σιμώτερα το θεατή προς το συγγραφέα. Τούτος είναι ο σκοπός του και για να φτάση σ' αυτόν γίνονται τα πάντα απλά στα χέρια του: ο ηθοποιός, ο σκηνογράφος, το ρούχο, ο μουσικός, ο χορευτής. Τα πάντα επιστρατεύονται για να υπηρετήσουν τον ποιητή και το έργο του.[20]
Και ο μεγάλος σκηνοθέτης και ηθοποιός Αλέξης Μινωτής, που τόλμησε να παίξει Άμλετ στο Λονδίνο με το "Βασιλικό Θέατρο της Ελλάδος" το 1939 και να συγκριθεί από τους Άγγλους κριτικούς ως εφάμιλλος με τα ιερά τέρατα του Βρετανικού θεάτρου, όπως ο Alec Guiness και ο John Guilgud, στον σημαντικότερο ρόλο του δραματολογίου τους, έγραψε ότι ο Φώτος Πολίτης έλεγε:
«Όταν η σκηνοθεσία είναι ορατή, παράσταση δεν υπάρχει». Εσωτερική σκηνοθεσία [είναι] το έργο της πνευματικής αγωγής, που εφάρμοζε για να διαμορφώση καλλιτεχνική συνείδηση και πόθο δημιουργίας στους ηθοποιούς [...]
Και ο Μινωτής συνεχίζει:
Με τον αξέχαστο συνάδελφο Βαγγέλη Μαμία καθόμαστε συχνά στην κουΐντα και παρακολουθούσαμε την πρόβα [του Φώτου Πολίτη] περιμένοντας τη σειρά μας.[...] [Ο Μαμίας] άκουγε τον Πολίτη να διδάσκει, να εξηγεί, να ερμηνεύει, άνοιγε διάπλατα τα τρεμάμενα πελώρια μάτια του, που δάκρυζαν με το παραμικρό, και μούλεγε ασθμαίνοντας: «Βρε μυστήριο! Όλα τα καταλαβαίνω! Εσύ; Τούτος παιδί μου, τα ξέρει του βάθους και του πλάτους! Και είδες πως σε μπάζει στο νόημα; Με το πρώτο! Και χωρίς να σου κάνει τον καμπόσο. Αυτός, αδελφέ μου, θα μας κάνει ανθρώπους!»
Για τις δραματολογικές και σκηνοθετικές επιλογές, αλλά και για τη θεατρική κριτική του Πολίτη, ο πεζογράφος και επιφυλλιδογράφος Άγγελος Τερζάκης, που από το 1937 ανέλαβε πολλά αξιώματα στο Εθνικό (Βασιλικό) Θέατρο (γραμματέας, εισηγητής δραματολογίου, γενικός διευθυντής), παρατηρεί ότι είχε συγκεκριμένους σκοπούς:
Χτύπημα ανελέητο του βουλεβάρτου, που εξισώνει τη σκηνή με την πίστα ενός νυχτερινού κέντρου διασκεδάσεων. Χτύπημα αδυσώπητο του βεντεττισμού, που μεταβάλλει το θέατρο σε στίβο ταπεινό για να ικανοποιούνται προσωπικές, ναρκισσικές ματαιοδοξίες. Χτύπημα των συγγραφέων που εξαγοράζονται, συνθηκολογούν, εμπορεύονται τα κατώτερα ένστικτα και γούστα του όχλου.
Γι' αυτό η "κλίκα" του Εθνικού, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που τους απέδωσε ο Δημήτρης Μπόγρης (βλ. προηγούμενη ενότητα, "Ο Φώτος Πολίτης επιβάλλεται στο Εθνικό"), δηλαδή η ιδεολογική ομάδα των Γρυπάρη, Πολίτη, Μπαστιά, Νιρβάνα, κ.ά., πολέμησαν το βουλεβάρτο (Théâtre de boulevard) και τον βεντετισμό των μεγάλων πρωταγωνιστριών και δέχτηκαν αμέτρητες επιθέσεις για τις δραματολογικές επιλογές τους.
Αρχές Οκτωβρίου 1932, ο Μπαστιάς θα παρουσιάσει στην Πρωΐα τη νέα σαιζόν του Εθνικού και το έργο του Φώτου Πολίτη, με την εναρκτήρια παράσταση στις 8 Οκτωβρίου 1932 της τραγωδίας του Σαίξπηρ, Ο Έμπορος της Βενετίας :
...πόση μελάνη και πόσος χάρτης δεν κατηναλώθησαν δια να πολεμηθή και η ιδέα του Εθνικού Θεάτρου και η Διοίκησίς του. Ήλθεν όμως ο περασμένος Μάρτιος, ήλθεν η αλησμόνητος παράστασις του "Αγαμέμνονος", ο "Ιούλιος Καίσαρ", η "Βαβυλωνία" [...] Εκατό σχεδόν παραστάσεις, τας οποίας ολόκληρος σχεδόν ο κόσμος της πρωτευούσης παρηκολούθησε με ενθουσιασμό [...] Όσοι παρηκολούθησαν την εμπνευσμένη σκηνοθετικήν εργασίαν του Φώτου Πολίτη, είνε εις θέσιν να γνωρίζουν καλά πόσος μόχθος και πόση ειλικρίνεια υπάρχει εις το έργον του Εθνικού Θεάτρου. [...] Διά να κατανοηθή αυτό αρκεί να προσέξη κανείς τον τρόπον της εργασίας που ηκολουθείτο μέχρι σήμερον. Η πρόχειρος αναβίβασις των έργων, η έλλειψις σκηνοθέτου ικανού να συλλάβη την πνευματικήν ουσίαν των μεγάλων έργων, η ταχύτης με την οποίαν ανεβιβάζοντο, σπανιώτατα επέτρεπαν εις τον ηθοποιόν να φύγει από τον εαυτό του και να εισέλθη εις τον ρόλον, να μπη εις το πετσί του προσώπου που υπεδύετο. [...] Με άλλους λόγους, αντί να προέχει ο θεατρικός τύπος προείχεν ο ηθοποιός. Ιδού η πηγή, η αφορμή του καθεστώτος των πρωταγωνιστών, ο βεντετισμός. Εναντίον όμως της μακράς αυτής τακτικής, του αντιθεατρικού αυτού συστήματος έχει εκστρατεύσει ο κ. Φ. Πολίτης.