Το ταξί σταμάτησε στο ταπεινό σπιτάκι του Νίκου Καζαντζάκη. Καθώς βγαίναμε έξω, ένας γιατρός έφευγε απ’ το σπίτι. Ο Τζούλυ έτυχε να τον γνωρίζει. Ήταν ένας γιατρός απ’ το Παρίσι.
«Τι κάνετε στην Αντίμπ, γιατρέ»
«Το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ. Επισκέπτεσθε ένα νεκρό. Ποτέ δεν έχω δει κανέναν σε τόσο προχωρημένη κατάσταση λευχαιμίας να μένει όρθιος. Μου λέει πως δεν έχει καιρό να πεθάνει. Έχει πολλή δουλειά να τελειώσει και ορκίζεται πως δεν θα φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο πριν δει την Κίνα».
Σχεδόν κοκέτικα, ο Καζαντζάκης κρατούσε ένα μαντίλι στα χείλια του, διαφορετικά δεν έδειχνε καθόλου πως ήταν άρρωστος. Ήταν αδύνατος, άγριος, σαν γεράκι. Απέπνεε ενεργητικότητα. Περίμενα τη συνάντηση αυτών των δύο αντρών. Ήμουν σίγουρη πως θα οδηγούσε σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση – αλλά τα πέντε πρώτα λεπτά επικράτησε μια αμήχανη σιωπή που τονιζόταν από μερικές κοινοτοπίες. Η γυναίκα του σέρβιρε τσάι. Απόρησα βλέποντας τους δύο άντρες να φέρονται με τόση δειλία. Ύστερα ο Καζαντζάκης είπε: «Δεν κάνουμε τίποτα έτσι». Είπε ένα ανέκδοτο που έσπασε τον πάγο. Από εκείνη τη στιγμή δεν σταμάτησαν να μιλάνε. Βιβλία, ποιήματα, θρησκεία, πολιτική. Σε λίγο αποφάσισε να κάνει τον Τζούλυ Κρητικό. Τα περισσότερα κρητικά ονόματα τελειώνουν σε «άκης». Από τότε, σ’ όλη τη διάρκεια μιας σχέσης που κράτησε δυο χρόνια, τον έλεγε «Ντασενάκη». «Εσύ, Ντασενάκη, ήθελες να γυρίσεις μια ταινία απ’ το μυθιστόρημά μου «Αλέξης Ζορμπάς». Δεν το ήξερα. Κοίταξα απορημένη τον Τζούλυ. Ναι, ήθελε πάρα πολύ να γυρίσει την ταινία αλλά ήθελε να παίξει τον Ζορμπά ο Ρώσος ηθοποιός Τσερκασώφ. Οι χρηματοδότες είπαν όχι.
«Μελίνα, Ντασενάκη, πάμε περίπατο;»
Ο άνθρωπος που υποτίθεται ότι ήταν τόσο άρρωστος ήταν ισάξιος πεζοπόρος του Ντασέν. Αγωνιζόμουν για να τους προλαβαίνω. Έκαναν όλο το γύρο των οχυρών της Αντίμπ. Ο Καζαντζάκης μιλούσε για την Ελλάδα μ’ αγάπη και πάθος. Κατάλαβα πόσο δύσκολη έπρεπε να είναι η εξορία του, αλλά δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί τους Έλληνες που παρέδωσαν τη χώρα τους στον ξένο έλεγχο, στο ξένο χρήμα και που αποκτούσαν ξενικούς τρόπους. Η ομιλία του ήταν γεμάτη εικόνες. Πολύ ποιητικές και πολύ κρητικές. Οι Κρητικοί είναι λίγο υπεράνθρωποι. Προκαλούν τους Θεούς κι ανεβαίνουν σε βουνοκορφές. Ο Καζαντζάκης το ήξερε και προειδοποίησε τον Ντασέν πως αυτό θα ‘ταν ένα πρόβλημα στην κινηματογραφική διασκευή του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Ύστερα μίλησαν πολλή ώρα για την προσέγγιση του Ντασέν στο σενάριο.
«…Η Κρήτη λάτρευε τον Καζαντζάκη. Και μόνο η μνεία του ονόματός του ήταν διαβατήριο για τα σπίτια και τις καρδιές των ανθρώπων».
Τελικά γυρίσαμε στο σπίτι. Όλα τα μέλη μου πονούσαν. Η Ελένη Καζαντζάκη είχε ετοιμάσει ένα θαυμάσιο γεύμα. Ο Νίκος έφαγε ελάχιστα. Πριν φύγουμε ο Τζούλυ είπε πως σκόπευε να γυρίσει την ταινία του στην Ελλάδα. Ο Καζαντζάκης κούνησε το κεφάλι του. Οι αρχές δεν θα επέτρεπαν το γύρισμα ενός έργου του στην Ελλάδα. Ο Τζούλυ επέμεινε πως θ’ αγωνιζόταν για να το πετύχει. «Τότε, Ντασενάκη, πρέπει να δοκιμάσεις την Κρήτη. Ίσως να μην σ’ ενοχλήσουν εκεί». Αυτό ήταν ένα αριστούργημα μετριοφροσύνης. Η Κρήτη λάτρευε τον Καζαντζάκη. Και μόνο η μνεία του ονόματός του ήταν διαβατήριο για τα σπίτια και τις καρδιές των ανθρώπων.
«Θα ‘ρθεις στην Κρήτη όταν θα γυρίζουμε;»
«Όχι, Ντασενάκη. Δεν θα ξαναπάω ποτέ στην Ελλάδα».
«Πρέπει να ξαναδείς την Κρήτη».
Έβλεπα πως ο Τζούλυ σκεφτόταν τα λόγια του γιατρού.
«Θα δούμε, Ντασενάκη, θα δούμε».
Ο Νίκος Καζαντζάκης πέθανε σε λίγα χρόνια. Αλλά όχι πριν γράψει μερικά μεγάλα έργα και όχι πριν πάει στην Κίνα. Αλλά δεν ξαναείδε ποτέ την Ελλάδα.
Πηγή: Από το βιβλίο ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ «ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ», 1995