Ο Βλάσης Μπονάτσος ήταν ο πιο χάι τύπος της πόλης. Δεν τον είχα πετύχει ποτέ. Αλλά τον ήξερα. Όλους όσοι δεν παύουν να είναι αφηρημένα παιδιά της γειτονιάς, τους ξέρω.
Τραγουδούσε, σφύριζε, έτρεχε, γελούσε, φιλούσε την κόρη του, έκανε πλάκα, αγαπούσε, αργούσε, φώναζε. Τον αγαπούσαν όλοι.
Την ημέρα εκείνη, στο νεκροταφείο, όταν αφέθηκαν στον αέρα τα λευκά μπαλόνια, δεν πρόλαβα να κάνω την σκέψη που κάνω δέκα χρόνια μετά.
Πού πάει η ενέργεια όλων των παραπάνω ρημάτων, όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος;
Εν τάξει, ο Βλάσης είναι η εξαίρεση.
Δέκα χρόνια όμως είναι πολλά για να μην έχει ακουστεί μια επανεκτέλεση του "Γαρύφαλλε" μόνο με τη φωνή σου, Βλάση.
Πολλά.
Χρύσα Φ.