Συχνά λέγεται -όχι δίχως να λαμβάνεται υπόψη η πολύχρονη ταλαιπωρία της Κέιν με την κλινική κατάθλιψη και η συνακόλουθη αυτοχειρία της σε ηλικία μόλις 28 ετών (κρεμάστηκε με τα κορδόνια των παπουτσιών της κατά τη διάρκεια νοσηλείας της)- ότι τα έργα της είναι στενόχωρα και δεν αφήνουν ανοιχτή καμία πιθανότητα στην ελπίδα. «Κι όμως», έλεγε η ίδια, «το να δημιουργείς κάτι όμορφο από το συναίσθημα της απόγνωσης, είναι η πιο ελπιδοφόρα, η πιο βαθιά επικύρωση της ζωής». Είναι αυτή η τρομακτική οξυδέρκεια, η γνήσια συγκίνηση, η μέγιστη ευαισθησία και η σπάνια γενναιοδωρία της απέναντι στο κοινό, που εξαρχής διαφοροποίησε την Κέιν από τους συνομηλίκους της θεατρικούς συγγραφείς και που νωρίς κατέστησε το έργο της σχεδόν «κλασικό».
Η Σάρα Κέιν ξεκίνησε να ασχολείται με τη συγγραφή του Blasted ήδη από τα χρόνια που έκανε ΜΑ στη θεατρική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμινγχαμ. Εκεί έγραψε τα πρώτα 45 λεπτά του έργου (μέχρι την είσοδο του στρατιώτη) και εκεί τα πρωτοπαρουσίασε ως μια εργαστηριακή παράσταση. Μέχρι την ολοκλήρωση της τελικής του μορφής και την πρώτη του πρεμιέρα το 1995 στο Royal Court, ένα από τα σημαντικότερα θέατρα του Λονδίνου, μεσολάβησαν η σφαγή της Σρεμπρένιτσα (1993), μια ανάγνωση εκ νέου από τη Σάρα Κέιν του Σωσμένου του Ε. Μποντ και η παγίωση της επιδίωξής της για ένα θέατρο, όπου οι θεατές να νιώθουν την ίδια βιωματική αφοσίωση, όπως σ' έναν αγώνα ποδοσφαίρου, σε μια ποπ συναυλία ή σε ένα ζωντανό sex-show. Παράλληλα, όμως, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και καλλιτεχνικά συμφραζόμενα της εποχής , κατά την οποία γράφτηκε το Blasted και που είναι τα εξής:
1 Ο εμφύλιος πόλεμος στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990: η Κέιν συνέδεσε τον πόλεμο με έναν κοινό βιασμό σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, καθώς πίστευε ότι «οι σπόροι ενός κανονικού πολέμου μπορούν πάντα να βρεθούν στον πολιτισμό σε καιρό ειρήνης».
2 Ο χουλιγκανισμός: η Κέιν είχε διαβάσει το βιβλίο του Μπιλ Μπύφορντ Among the thugs και μάλιστα, δανείστηκε από μια περιγραφή του βιβλίου τη σκηνή που ο στρατιώτης του Blasted ρουφάει το μάτι του Ίαν.
3 Η καινοφανής ωμότητα της τέχνης της δεκαετίας του '90, στην οποία οι κριτικοί της εποχής έδωσαν τίτλους όπως BritPack, Cool Britania, In-yer-face, The new brutalists, Theatre of urban ennui.
4 Η «κληρονομιά» που άφησαν στη βρετανική κοινωνία οι θατσερικές πρακτικές κατά τη δεκαετία του '80 (όταν, δηλαδή, ανδρώνονταν οι καλλιτέχνες της δεκαετίας του '90), οι οποίες θεωρήθηκαν υπεύθυνες για την απώλεια του πνεύματος περί κοινωνικού συνόλου, για τον κυνισμό και την απόγνωση των Βρετανών πολιτών, που εξέφραζαν με κάθε τρόπο: επιθέσεις από τον ΙΡΑ, φυλετικές οδομαχίες, σφοδρότατες διαμαρτυρίες κατά του κεφαλικού φόρου και της ανεργίας, κλπ.