Ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς, ο Άρθουρ Άσερ Μίλερ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1915. Μέσω του έργου του, εξέθεσε τα ψεγάδια του «Αμερικανικού Ονείρου», δεχόμενος ισχυρή κριτική στη χώρα του. Ο συγγραφέας του ορόσημου για τη δραματουργική τέχνη. «Ο θάνατος του Εμποράκου», αποτύπωσε στα έργα του τη δική του αμερικανική κοινωνία, στα οποία συχνά αντικατόπτριζε ή επανερμήνευε και τα δημόσια στοιχεία της ίδιας του της ζωής, μεταξύ των οποίων ο σύντομος γάμος του με τη Μέριλιν Μονρό, αλλά και η επιμονή του να μην συνεργαστεί με την Επιτροπής Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων.
«Ο θάνατος του εμποράκου» πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1949, καθιερώνοντας τον Μίλερ ως έναν γίγαντα του αμερικανικού θεάτρου, σε ηλικία μόλις 33 ετών. Το ίδιο έτος, γίνεται ο πρώτος που κερδίζει τρία βραβεία, το Βραβείο Πούλιτζερ, το Βραβείο Τόνι και το βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης.
Εξίσου τεράστιας αξίας είναι και το μετέπειτα έργο του. Τα «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», «Μετά την πτώση», «Πάνω από τη γέφυρα», «Οι μάγισσες του Σάλεμ» γνώρισαν διεθνή επιτυχία και διασκευάστηκαν για τον κινηματογράφο. Μόνο τη δεκαετία του '90, ο θεατρικός γίγαντας έγραψε τέσσερα θεατρικά έργα («Κατρακυλώντας από το όρος Μόργκαν», «Σπασμένο γυαλί», «Ο τελευταίος Γιάνκι», «Οι σχέσεις του κυρίου Πίτερς»), δύο σενάρια («Everybody wins» το 1990, με τον Νίκ Νόλτε και την Ντέμπρα Γουίνγκερ και τις «Μάγισσες του Σάλεμ» το 1996, με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις και τη Γουαϊόνα Ράιντερ) και μια νουβέλα («Plain Girl» - «Ένα κοινό κορίτσι», το 1995).
Ο Μίλερ αρθρογραφούσε και στους New Υοrk Times, καταγγέλλοντας την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη λογοκρισία και υπερασπιζόμενος τους διωκόμενους καλλιτέχνες. Έγραφε για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και ισραηλοπαλαιστινιακή διαμάχη, και πιο πρόσφατα για τον πόλεμο στο Ιράκ.
Επί μακαρθισμού, επηρεασμένος από τον αντικομουνισμό και το «κυνήγι μαγισσών» εναντίον εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου, γράφει και παρουσιάζει το αλληγορικό έργο-κατηγορητήριο «The Crucible» (Δοκιμασία), για το οποίο βραβεύτηκε με Τόνι το 1953 και έμελλε να γίνει ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα του, παρουσιαζόμενο, κατά το συγγραφέα, κάθε φορά που σε κάποια χώρα έμπαιναν σε κίνδυνο οι πολιτικές ελευθερίες ή διαφαινόταν η άνοδος ολοκληρωτικού καθεστώτος. «Εν μέρει ήταν πολιτικό θέμα και πολύς κόσμος το φοβόταν. Επίσης το κόστος του ανεβάσματος ήταν υψηλό γιατί είναι μεγάλη παραγωγή. Υπήρχαν και μερικοί που έλεγαν ότι η γλώσσα του έργου δεν θα γίνονταν κατανοητή από όλους. Δεν υπήρξε όμως τέτοιο πρόβλημα. Όλοι κατάλαβαν τη γλώσσα που χρησιμοποίησα», είχε πει ο ίδιος για το έργο.
Το 1954, του αφαιρείται το διαβατήριο κι έτσι δεν καταφέρνει να παραστεί στην πρεμιέρα της «Δοκιμασίας» στις Βρυξέλλες. Οδηγείται για κατάθεση, κατηγορούμενος ότι είχε διασυνδέσεις με αριστερούς. Αρνείται να καταδώσει ονόματα υπόπτων για κομουνιστική δράση, καταδικάζεται από το Κογκρέσο το 1957, αλλά αθωώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο το 1958. Οι συνθήκες στο Χόλιγουντ εκείνη την εποχή, λόγω της «Μαύρης Λίστας» και όσων είχαν καταδώσει ονόματα υπόπτων, οδήγησαν στην αποξένωση του Μίλερ από τον Ελία Καζάν, με τον οποίο ήταν συνεργάτες σε πολλά από τα έργα του και τους συνέδεε φιλία, καθώς ο Μίλερ είχε μιλήσει ανοιχτά εναντίον της κίνησης του Καζάν να κατονομάσει κατηγορούμενους συναδέρφους του. Σύμφωνα με το βιογράφο του, Μάρτιν Γκότφριντ, «σπάνια ένας καλλιτέχνης έχει δεχτεί τόσες πολλές επιθέσεις και συκοφαντίες στην πατρίδα του και ταυτόχρονα έχαιρε βαθιάς εκτίμησης σε όλον τον κόσμο».
Ο Άρθουρ Μίλερ έφυγε από τη ζωή στις 10 Φεβρουαρίου 2005, σε ηλικία 89 ετών. «Τι περιμένω πια από τη ζωή μου ύστερα από ένα βραβείο Πούλιτζερ; Μα, φυσικά, το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Δεν σκοπεύω να πεθάνω αν δεν το αποκτήσω!» είχε δηλώσει. Τελικά, δεν κατάφερε να το αποκτήσει...
(Πηγή: Tvxs)