Ο Ζαν-Νικολά-Αρτύρ Ρεμπώ γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1854. 160 χρόνια πριν γεννηθούμε εμείς, οι του 1984, (πάντα κάνω αυτή την σκέψη. Πάντα μετρώ τις αποστάσεις από το δικό μου σημείο. Μην απορείς).
Άσκησε σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη λογοτεχνία στην ηλικία των είκοσι ετών.
Αυτή η εγκατάλειψη στα 20 με γοήτευε από την αρχή που έμαθα αυτή την πληροφορία. Τι έχει προλάβει ένας νους 20χρονου να ταξινομήσει στα τεταρτημόριά του;
Φαντάσου ταλέντο.
Ο ποιητής Λεόν Βαλάντ περιέγραψε την παρουσία του Ρεμπώ σε μία επιστολή του, στις 5 Οκτωβρίου του 1871, γράφοντας:
«Μεγάλα χέρια, μεγάλα πόδια, αληθινά παιδικό πρόσωπο που θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε δεκατριάχρονο, βαθυγάλανα μάτια, μάλλον άγρια παρά συνεσταλμένα – αυτός είναι ο νεαρός που με τη φαντασία του, τις εκπληκτικές δυνατότητες και την αχρειότητά του έχει συναρπάσει ή φοβίσει όλους τους φίλους μας.»
Σήμερα τον θυμάμαι. Γιατί είναι η μέρα του, αλλά και γιατί το πρωί στο Μετρό, ψάχνοντας τι θ' ακούσω μέχρι την Δουκ. Πλακεντίας, έπεσα πάνω στους στίχους του Άλκη Αλκαίου:
Ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τη δύση
Φυσούν αέρηδες και κόβουν τα στενά
Για το σαράκι του Ρεμπώ μ’ είχες ρωτήσει
Κάποια βραδιά στου σινεμά τα σκοτεινά
Το ένα έφερε το άλλο.
Χρύσα Φ.