Μανιακός της κατάκτησης, ο «Δον Ζουάν» του Μολιέρου γοήτευσε το κοινό στην πρεμιέρα της παράστασης που δόθηκε την Παρασκευή 6/2/15, ζωντανεύοντας στη σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου ένα από τα σημαντικότερα και πλέον αινιγματικά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Ο «Δον Ζουάν», μια ανατρεπτική κωμωδία γεμάτη ειρωνεία αλλά και με τραγικό βάθος παρουσιάζεται σε μετάφραση-σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη.
Η παράσταση πραγματοποιείται υπό την Αιγίδα του Γαλλικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης και του Γαλλικού Προξενείου της Γαλλίας στην Θεσσαλονίκη.
Λίγα λόγια για το έργο
Ο Δον Ζουάν του Μολιέρου διακατέχεται από μια μόνο έμμονη ιδέα: πώς να γοητεύσει τον άλλον, να τον πιάσει στα δίκτυα του, πώς, αφού το πετύχει, να απαλλαγεί από αυτόν. Και το σχήμα αυτό αφορά, πέρα από τις ερωτικές του περιπέτειες, όλες τις διαπροσωπικές του σχέσεις.
Πολλοί οι εξαπατημένοι, οι πληγωμένοι, οι οργισμένοι, πολλοί εκείνοι που ζητούν την κεφαλή του επί πίνακι. Στο τέλος, η τιμωρία φαίνεται να έρχεται από ψηλά, από τον προσβεβλημένο «Ουρανό»: με τη διαμεσολάβηση του αγάλματος ενός Διοικητή που είχε σκοτώσει παλιότερα, ο άθεος ασεβής και ελευθεριάζων Δον Ζουάν κατακρημνίζεται στην κόλαση, στο πυρ το εξώτερο, ή πολύ απλά σε μια καταπακτή θεάτρου…
Με τον Δον Ζουάν, ως απάντηση στους επικριτές του Ταρτούφου του και της ίδιας της ζωής του, ο Μολιέρος υπογράφει ένα έργο ανατρεπτικό, σκανδαλώδες και αινιγματικό, αμφίσημο, ή πιο σωστά πλούσιο σε δυνατότητες ερμηνείας, όπου η κωμωδία, και κυρίως η φάρσα, έρχεται πάντα να υποσκάψει την τραγωδία και να την καταλύσει.
Σημειώσεις για τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία
1. Να μεταφράζεις/να σκηνοθετείς ένα έργο του παρελθόντος σημαίνει πρωτίστως να τοποθετείσαι απέναντι στην απόσταση, χρονική, γεωγραφική, που χωρίζει τη δική μας πραγματικότητα από την πραγματικότητα που γέννησε το συγκεκριμένο έργο. Κάθε φορά που ήρθα αντιμέτωπος μ’ αυτό το πρόβλημα προσπάθησα να ακολουθήσω μια μέση οδό: να διασώσω την ιστορική προοπτική του συγγραφέα και ταυτόχρονα να δημιουργήσω ένα κείμενο/μια παράσταση που να «μιλά» στον σύγχρονο θεατή. Η ίδια επιθυμία επίτευξης μιας ισορροπίας ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο διέπει και τη δουλειά μου πάνω στον Δον Ζουάν του Μολιέρου.
2. Στη μετάφραση, προσπάθησα να παρακολουθήσω από όσο γίνεται πιο κοντά το γαλλικό πρότυπο, να διατηρήσω κάτι από την οικονομία και τη ροή του λόγου, τον ρυθμό του, τη διάκριση γλωσσικών στρωμάτων ανάλογη με εκείνη των κοινωνικών, ή την επανεμφάνιση ίδιων λέξεων, ιδίως όσων σχετίζονται άμεσα με τα κύρια θέματα του έργου, και να αποφύγω αυτό που θα αποκαλούσα γενική απόδοση του νοήματος, δηλαδή ένα είδος υπεραπλούστευσης, καθώς και μια ακραία «ελληνικοποίηση». Έτσι, οι αριστοκράτες χρησιμοποιούν ένα μακροπερίοδο λόγο με αρκετά λόγια στοιχεία, χωρίς όμως να φτάνουν σε μια καθαρεύουσα που θα τους μετατόπιζε, για παράδειγμα, στα αθηναϊκά αστικά σαλόνια του 19ου αιώνα ή των αρχών του 20ου. Αντιδιασταλτικά, οι χωρικοί χρησιμοποιούν έναν παρατακτικό λόγο με πιο σύντομες και απλές προτάσεις. Επέλεξα, τη διάλεκτο που τους βάζει να μιλούν ο Μολιέρος και που είναι εκείνη των περιχώρων του Παρισιού, να μην την μεταφράσω σε κάποια δική μας διάλεκτο, που θα τους χάριζε αυτομάτως στο μυαλό του θεατή μια ιδιαίτερη ελληνική εντοπιότητα. Ωστόσο, δανείστηκα μερικές λέξεις τους από παλιότερα «δημώδη» κοιτάσματα, -λέξεις ευρείας χρήσεως, ας πούμε, επομένως αχαρακτήριστες γεωγραφικά-, και ζήτησα από τους ηθοποιούς που παίζουν αυτούς τους ρόλους να υιοθετήσουν μιαν ελαφρώς «χωριάτικη» προφορά, που όμως δεν παραπέμπει σε καμία συγκεκριμένη ελληνική περιοχή.
3. Όσον αφορά τη σκηνική όψη, είναι, νομίζω, η πρώτη φορά που επιδιώκω μια τόσο ξεκάθαρη αναφορά στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο του έργου. Κι αυτό, όχι τόσο γιατί βαρέθηκα την κοινοτοπία που συνιστά πλέον η εκσυγχρονιστική τάση –αλλά μήπως είναι πια καιρός να τελειώνουμε με την επιδημία των πλαστικών ποτηριών, των trendy κοστουμιών, των μικροφώνων, των βίντεο, κ.λπ., που μαστίζει τις περισσότερες σύγχρονες παραστάσεις κλασικών, και μη, έργων, να τελειώνουμε πια μ’ αυτήν την ομοιογενοποίηση των πάντων;-, όσο γιατί πιστεύω πως ο μολιερικός Δον Ζουάν, εφόσον ληφθεί η απόφαση, όπως στην περίπτωσή μας, να παρασταθεί χωρίς περικοπές ή άλλου τύπου επεμβάσεις, δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητός παρά σε συνάρτηση μ’ αυτόν τον γαλλικό 17ο αιώνα που είδε τη γέννησή του. Η μεταγραφή στο σήμερα ενός τέτοιου έργου προσκρούει στην ίδια τη θεματική του: η ερωτική αστάθεια, η απιστία, καθώς και η ασέβεια ή η αθεΐα του κεντρικού προσώπου δεν έχουν πια, στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον, τίποτε το σκανδαλώδες και το κολάσιμο. Αντιθέτως, τείνουν να γίνουν ο κανόνας. Το θέμα της τιμής και της εκδίκησής της είναι επίσης -κατά συνέπεια;- παρωχημένο. Οι κοινωνικές τάξεις και οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσά τους δεν είναι πια οι ίδιες ούτε έχουν την ίδια σημασία. Τέλος, η σύγχρονη ειδή θα κινδύνευε να λειτουργήσει σε βάρος της προβληματικής που αναπτύσσεται μέσα στο έργο γύρω από το ρούχο και την αμφίεση, μοτίβο απόλυτα συνυφασμένο με το θέμα της υποκρισίας, αλλά και της γοητείας, ή να έρθει, σε φανερή, -όχι όμως και γόνιμη, φοβάμαι-, αντιπαράθεση με τις λεπτομερείς περιγραφές των ρούχων των ευγενών που περιέχει το κείμενο.
Ωστόσο, δεν πρόκειται για αυστηρή ιστορική αναπαράσταση, αλλά μάλλον για επιβεβαίωση και εξύμνηση της θεατρικότητας, εφόσον από την αρχή δηλώνεται ο θεατρικός χαρακτήρας των κοστουμιών και ο σκηνικός χώρος έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να θυμίζει παλιό θέατρο με χρυσοποίκιλτη μπούκα και βελούδινες κόκκινες αυλαίες. Από την αρχή καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για έναν σύγχρονο θίασο που παίζει ένα έργο του παρελθόντος.
Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε ΕΔΩ.