Η πρεμιέρα της παράστασης "Historia de un amor ή Τα μυρμήγκια"
του Θανάση Τριαρίδη πλησιάζει.
Στις 18 Ιανουαρίου η Πέμυ Ζούνη και Κώστας Φιλιππόγλου συναντιούται στη σκηνή του θεάτρου Olvio, σε ένα έργο "ακροβασία στην ανθρώπινη ψυχή".
Ακολουθεί το δοκίμιο της δραματολόγου Ροζαλί Σινοπούλου για τα ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ:
Τα ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ ή η πίστη στον αλληλοσπαραγμό
Μια από τις βασικές ιδιαιτερότητες του κειμένου των Μυρμηγκιών είναι πως –όπως και, τουλάχιστον, το πρώτο από τα τρία έργα της τριλογίας στην οποία, άτυπα, τό έχει εντάξει ο συγγραφέας του– δε γράφτηκε για να αναπαρασταθεί, να μετουσιωθεί δηλαδή σε επί σκηνής δράση. Αυτός, πρώτιστα, είναι ο λόγος για τον οποίο το έργο –αν και έχει σαφώς τη μορφή θεατρικού κειμένου– κινείται, ουσιαστικά, στα όρια του παραστάσιμου. Η πραγμάτωσή του σε παράσταση οφείλεται στο θάρρος δυο ηθοποιών που δέχτηκαν να έρθουν αντιμέτωποι τόσο με το έργο όσο και, κυρίως, με τους ίδιους τους εαυτούς τους. Κι αυτό γιατί οι ήρωές του είναι δυο άνθρωποι που κινούνται μεταξύ της πραγματικότητας και του συμβολικού πεδίου, καθώς εκφράζουν μια από τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης που, όμως, ενυπάρχει δυνάμει (και, σπανιότερα, ενεργεία) στον καθένα.
Η πίστη στον αλληλοσπαραγμό: είναι μια ψυχική ορμή που ενδεχομένως να συμπληρώνει τον υπότιτλο του έργου (δειλινό για δύο πρόσωπα σε δυο πράξεις). Γιατί «δειλινό»; Γιατί στα Μυρμήγκια δεν μπορεί να υπάρξει φως παρά μόνο μετά το πέρας της «δράσης», μετά το πέρας της νύχτας, μετά το τέλος. Τα Μυρμήγκια, ως έργο, κινούνται στην περιοχή του λυκόφωτος της ύπαρξης, όχι με την έννοια του χρόνου που προηγείται του φυσικού τέλους αλλά εκείνου του αναγκαίου. Αυτό που χαρακτηρίζει τη «δράση» του έργου (και η λέξη δράση, εδώ, μπαίνει σε εισαγωγικά γιατί όλα εκτυλίσσονται σε σχεδόν αποκλειστικά λεκτικό επίπεδο) είναι ένα είδος αναγκαιότητας που πηγάζει από την επιθυμία των ηρώων να αναμετρηθούν με την κόλαση. Ποια κόλαση; Μα, εκείνη που δομείται μέσω της γλώσσας. Ο απαράβατος όρος του συγγραφέα να μην υπάρξει απολύτως καμιά σωματική επαφή μεταξύ των ηρώων αναδεικνύει ως αποκλειστικό μέσο συνδιαλλαγής, επικοινωνίας και, τελικά, προώθησης της πλοκής το λόγο. Το κενό ανάμεσα στα δυο κορμιά, το inter της προμετωπίδας («Stupor mundi inter spirat») πρέπει να γεμίσει με κάτι, με το «θαύμα του κόσμου», με τη θέωση στην οποία πολεμά να φτάσει καθένας από τους δυο μέσω των λέξεων. Η «τραγικότητα» τούτου του εγχειρήματος συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι οι ίδιες αυτές λέξεις που προορίζονται για να λυτρώσουν από την κόλαση τελικά τή συγκροτούν. Αυτό όμως είναι που δίνει τόσο στην Ο όσο και στον Ν τη δυνατότητα να αναχθούν σε ήρωες, με την πλήρη έννοια του όρου, όσο παραμορφωμένη και διεστραμμένη κι αν φαντάζει πια –υπό τούτες τις περίεργες συνθήκες– αυτή…
Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν είναι μόνο η αναμέτρηση με την κόλαση που προβάλλει ως αναγκαία αλλά και η σχέση με τον άλλο, ακριβώς γιατί η πρώτη προϋποθέτει τη δεύτερη. Εδώ η κόλαση δεν είναι «οι άλλοι», η κόλαση είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Ο άλλος είναι το μέσο, ο καθρέφτης για να δούμε την κόλαση μέσα μας, για να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτήν, για να τήν πολεμήσουμε και να λυτρωθούμε. Μόνο που η λύτρωση δεν έρχεται ως ένα ευτυχές τέλος αλλά μέσα από την αποδοχή του χαμού μας. Τα μυρμήγκια του τίτλου είναι ο «Ευάγγελος» της Πρόνοιας, η ρομφαία ενός αγγέλου-λυτρωτή που δεν μπορεί να σώσει παρά μόνο μέσα από το σπαραγμό της σάρκας, την προσδοκία της πλήρους σωματικής εκμηδένισης που έπεται της ψυχικής.
«Com’ altrui piacque»: όπως τό θέλησε (ή ευαρεστήθηκε) ο άλλος… Η έννοια του «άλλου» εμφανίζεται μέσα στο κείμενο ως διττή συνθήκη: είναι ο άλλος ως ο έτερος και ως ο υπέρτατος άλλος, ο Θεός. Κι αν ο έτερος εμφανίζεται ως μέσο λύτρωσης, τελικά ο άλλος, και στις δυο του μορφές, είναι –αρχικά, τουλάχιστον– ο βασανιστής. Γιατί ο Θεός των Μυρμηγκιών ανάγει τους θνητούς σε μάρτυρες κι ο άνθρωπος έχει πλαστεί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του. Ο άνθρωπος είναι ο Θεός και ταυτοχρόνως αποστασιοποιείται από αυτόν, αναθέτοντάς του το ρόλο του εκδικητή. Η εκδίκηση, όμως, αυτή επιβάλλεται –με σαδιστική και ταυτοχρόνως μαζοχιστική χαρά– προκειμένου να εξασφαλιστεί μια σωτηρία. Στο κείμενο των Μυρμηγκιών το μαρτύριο είναι η σωτηρία μα και η σωτηρία είναι μαρτύριο. Όλα παλινδρομούν σε μια αρχικά μάταιη –μα, τελικά, όχι και τόσο μάταιη– προσπάθεια των ηρώων να γεμίσουν το κενό με το «θαύμα του κόσμου». Το κενό όμως δεν ορίζεται μόνο ως ο χώρος μεταξύ τους αλλά και ως ο χώρος μέσα στον καθέναν από τους δυο, ανάμεσα στο νου και στην ψυχή, μια ψυχή που είναι στοιχειωμένη και νοσεί και ένα νου που προσπαθεί να τήν ανακουφίσει, προκαλώντας –σε κάθε του προσπάθεια– ακόμη περισσότερο πόνο. Η αναγκαιότητα του τέλους, της έλευσης των μυρμηγκιών, είναι οξύμωρη καθώς επιβάλλεται από την αποτυχία, ακριβώς, του μυαλού να θεραπεύσει το τραύμα της ψυχής και ταυτόχρονα προβάλλεται ως ο θρίαμβος, η κατίσχυση του πρώτου πάνω στο δεύτερο.
Κι όμως, λίγο πριν το τέλος η ψυχή είναι αυτή που φαίνεται να επικρατεί σε τούτο τον άνισο, φαινομενικά, αγώνα. Ο Ν και η Ο δέχονται ένα κοινό πεπρωμένο: η Ο τό προσδοκά και ο Ν συναινεί σ’ αυτό. «Συναίνεση… Αυτή τη λέξη χρησιμοποιούν», λέει η O, «όποιοι ετοιμάζονται να γδάρουν τον άλλον». Μόνο που η τελική αυτή συναίνεση του Ν έρχεται όχι μόνο για να καταστρέψει αλλά και για να ενώσει. Τα μυρμήγκια, το τέλος των δυο ηρώων, θα αντικαταστήσουν τη σωματική επαφή, θα ενώσουν τα δυο απομακρυσμένα –στο χώρο– κορμιά, καλύπτοντάς τα κάτω από ένα μαύρο πέπλο θανάτου που θα δώσει τη μια και μοναδική ευκαιρία στους χαρακτήρες του έργου να μοιραστούν την απόλυτη στιγμή μετά την οποία δεν υπάρχει επιστροφή στην πρότερη κατάσταση. Όχι μόνο λόγω της απουσίας της ύπαρξης (τα μυρμήγκια θα τούς δωρίσουν το θάνατο) αλλά και της έκστασης της συνείδησης ή, μάλλον, της αίσθησης πως οι δυο αυτοί άνθρωποι δέχτηκαν και κατάφεραν να ζήσουν –έστω και τη στιγμή του χαμού τους ή ακριβώς εξαιτίας του– κάτι που θα τούς εξυψώσει, θα τούς ενώσει με το θείο, θα ενώσει, δηλαδή, οργανικά τον έναν με τον άλλο.
Στο «ένδοξο δειλινό» του κειμένου το πνεύμα, εκ πρώτης όψεως, επιβάλλεται στην ψυχή και στο σώμα. Πρόκειται, όμως, για μια πύρρειο νίκη: το ζητούμενο όλης της νοητικής διεργασίας που προηγείται της αντιστροφής των ρόλων και της τελικής συναίνεσης είναι η παράδοση στην ψυχή, το ψυχικό, περισσότερο, παρά διανοητικό βίωμα μιας στιγμής: το ένδοξο δειλινό είναι ο θρίαμβος της θνητής, αναλώσιμης ύπαρξης πάνω στο, φαινομενικά άπιαστο, ιδεώδες του απόλυτου. Ουσιαστικά, το μυαλό και των δυο δουλεύει σκληρά για να φτάσει, τελικά, στο σημείο να παραδοθεί στην ψυχή. Κι αυτό γιατί, μέσα από τη γλώσσα, το πνεύμα μολύνεται όλο και περισσότερο προκειμένου να καθαρίσει αυτή. Η έκσταση του τέλους είναι η κραυγή δυο ψυχών που έχουν πλέον εξαγνιστεί μέσα από μια βίαιη νοητική διεργασία, μια βίαιη λεκτική αναμέτρηση.
«ὧδέ ἐστιν ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ πίστις τῶν ἁγίων» καταλήγει το χωρίο της Αποκάλυψης του οποίου την πρώτη φράση απαγγέλλει ο Ν. Η ανάδυση του θηρίου από τη θάλασσα σημαίνει την ανάγκη για τον αλληλοσπαραγμό και την πίστη που αυτός προϋποθέτει. Κυρίως γιατί ο σκοπός αυτής της τερατώδους και, ταυτοχρόνως, τόσο ανθρώπινης πράξης, στο συγκεκριμένο κείμενο, είναι ο ευγενέστερος όλων: «Αγάπη είναι να πιστεύεις στο φονιά σου». Αγάπη, πίστη και φόνος μπλέκονται σε μια φράση όπου, θεωρητικά αλλά και πρακτικά, η τρίτη λέξη είναι σε θέση να αναιρέσει τις δυο πρώτες. Κι όμως, ο φόνος, ο αλληλοσπαραγμός επιβάλλεται σε αυτό το σχήμα προκειμένου να αποθεωθεί η αγάπη. Η πίστη είναι, με αυτούς τους όρους, το μέσο, ο τρόπος για να επιτευχθεί ο ευγενής σκοπός. Πιστεύω στον φονιά μου σημαίνει αγαπώ δίχως όρους, δίχως προϋποθέσεις, δίχως φόβο. Αν η αγάπη είναι, τελικά, το θηρίο, το τίμημα γι’ αυτήν είναι η μέχρι θανάτου αναμέτρηση με τον εαυτό μας μέσω του άλλου. «Τίς ὅμοιος τῷ θηρίῳ; τίς δύναται πολεμῆσαι μετ᾿ αὐτοῦ;» Μόνον ο άνθρωπος μπορεί να αναμετρηθεί ισότιμα με τον άνθρωπο και μόνον η αγάπη μπορεί να αντιπαρατεθεί ισότιμα προς το θάνατο. Τα Μυρμήγκια αποτελούν την κορύφωση μιας προσπάθειας να εκφραστεί η αγωνία του ανθρώπου μπροστά στην αναγκαιότητα του αλληλοσπαραγμού. Μια αναγκαιότητα που πηγάζει από μιαν ακόμη μεγαλύτερη, εκείνη της αγάπης. Γι’ αυτό και το μεγάλο στοίχημα των ηρώων είναι η επίτευξη της πίστης στον αλληλοσπαραγμό. Η αγάπη είναι αυτό που θα κερδίσουν, έστω και τη στιγμή του θανάτου τους – πραγματικού ή συμβολικού, δεν έχει σημασία. Ο Ν και η Ο δέχονται να θυσιάσουν τη ζωή τους γιατί, στο τέλος μιας επίπονης «συνδιαλλαγής», θα καταφέρουν να πιστέψουν. Και θα τό καταφέρουν επειδή είναι πια μαζί. Γιατί το θαύμα του κόσμου μόνο ανάμεσα μπορεί να (ανα)πνέει…
Η Ροζαλί Σινοπούλου (Ηράκλειο Κρήτης, 1977) είναι διδάκτορας Συγκριτικής Λογοτεχνίας και Δραματολογίας. Το αντικείμενο της διατριβής της είναι οι μεταμορφώσεις του μύθου του Οιδίποδα στη γαλλική δραματουργία από το 17ο μέχρι τον 20ό αιώνα. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων.
Σ.Κ.