«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» είναι το τελευταίο δημιούργημα του Γάλλου
συγγραφέα και παίχτηκε για πρώτη φορά στο «Παλαί Ρουαγιάλ», στις 10 Φεβρουαρίου του 1673.
Κατά ιστορική ειρωνεία, ο Μολιέρος, ο οποίος ερμήνευε ο ίδιος τον ρόλο του αρρωστοφοβικού και υποχόνδριου Αργκάν, κατέρρευσε πάνω στη σκηνή στην τέταρτη παράσταση του έργου βήχοντας και αιμορραγώντας και, παρά τις πιέσεις του βασιλιά Λουδοβίκου XIV για ξεκούραση, εκείνος συνέχισε να παίζει μέχρι το τέλος του έργου. Ύστερα από αυτό κατέρρευσε ξανά έχοντας μεγαλύτερη αιμορραγία αυτήν τη φορά και πέθανε λίγες ώρες αργότερα στο σπίτι του.
Ενταφιάστηκε χωρίς χριστιανική κηδεία και, επειδή ήταν ηθοποιός, απαγορευόταν εκ νόμου να ταφεί στο ιερό χώμα ενός νεκροταφείου. Η σύζυγός του ζήτησε από τον βασιλιά Λουδοβίκο XIV να επιτρέψει μια απλή τελετή αργά τη νύχτα. Εκείνος δέχτηκε και ο Μολιέρος τοποθετήθηκε στο μέρος του νεκροταφείου που προοριζόταν για τα αβάπτιστα βρέφη. Σε εκείνη τη μυστική κηδεία παρευρέθηκαν πάνω από 800 άτομα. Το 1792 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο Μουσείο Μνημείων της Γαλλίας και το 1817 μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο Le Père Lachaise.
Λέγεται πως τη νύχτα που πέθανε, ο Μολιέρος φορούσε πράσινα ρούχα και έκτοτε υπάρχει η προκατάληψη πως το πράσινο χρώμα φέρνει κακοτυχία στους ηθοποιούς.»