«Το έργο αυτό με γοήτευσε γιατί, καταρχήν, είναι
πολύ ωραίο! Διαφέρει από τα αριστουργήματα για τα οποία ο Μπρεχτ έγινε διάσημος, τη Μάνα Κουράγιο, τον Κύκλο με την κιμωλία, γιατί δεν είναι διδακτικό. Βέβαια, εντάσσεται στην αλυσίδα με τα διδακτικά έργα, ταυτόχρονα όμως αποσπάται από αυτά γιατί στο κέντρο του βρίσκεται ένα ηθικό πρόβλημα: το ερώτημα «Τι άνθρωπος πρέπει να είμαι;», «Μπορώ να είμαι καλός;», «Να είμαι καλός ή να μην είμαι;». Όλα αυτά υπό το πρίσμα ενός ατόμου που βρίσκεται μέσα στην κοινωνία, όπως σε όλα τα έργα του Μπρεχτ, αποτυπώνει λοιπόν τη δύναμη της κοινωνίας πάνω στον άνθρωπο, αλλά και τη δύναμη του ανθρώπου πάνω στην κοινωνία. Όμως πολύ μεγάλο ρόλο παίζει και η σαρωτική δύναμη του έρωτα, όπως και η μητρότητα, που αλλάζει την ηρωίδα, τη Σεν-Τε. Είναι μια αλληγορία, μια παραβολή, όπως είναι και ο υπότιτλός του. Ο Μπρεχτ ταλαιπωρήθηκε πολύ για να ολοκληρώσει τον Καλό άνθρωπο του Σετσουάν. Η αρχική ιδέα προέκυψε από ένα ποίημα, το 1926, άρχισε να το επεξεργάζεται κάνοντας δύο προσχέδια για το έργο στη δεκαετία του 1930 και μέχρι το 1941 είχε ολοκληρώσει τον κύριο όγκο του. Όμως το έπιανε και το άφηνε διαρκώς, γιατί δεν ήταν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. Το 1943 έκανε και μια διασκευή για το αμερικανικό κοινό, που είναι γνωστή ως Santa Monica Version, με πολλές αλλαγές σε σχέση με το πρωτότυπο.»