Χτισμένη στα τέλη της δεκαετίας του '60, η πολυκατοικία
στεγάζει στο ισόγειό της τον χώρο που ανήκει στην οικογένεια της Φωτεινής Μπάνου. Η ίδια, ο σύζυγός της Δημήτρης Αλεξάκης, η Τέτα Αποστολάκη, Άρης Ασπρούλης τον μετέτρεψαν σε πολυχώρο τέχνης και πολιτισμού, θέτοντάς τον σε λειτουργία από το περασμένο φθινόπωρο.
Η Φωτεινή Μπάνου διηγείται:
«Ο χώρος ανήκε στον παππού μου, Αντώνη Βουγιού, που πέθανε το 1981 - μετά πέρασε στη μητέρα μου. Το είχε χτίσει το 1968 αλλά δεν του έκανε άμεση χρήση. Ήθελε να το κάνει κέντρο διασκέδασης, μια συνήθεια της εποχής και της περιοχής, γιατί ο ίδιος ήταν ιδιοκτήτης και άλλων κέντρων ("Medialouse", "Παπαγάλος"). Γι' αυτό και ο χώρος μιμείται την αρχιτεκτονική αντίστοιχων μαγαζιών.
»Τελικά το πήρε ο γιος του και θείος μου και το μετέτρεψε σε Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων. Ένα εργαστήρι, δηλαδή, συναρμολόγησης ασπρόμαυρων τηλεοράσεων. Γιατί τότε οι εισαγόμενες ήταν πολύ ακριβές. Συνεργαζόταν με τον Μίνωα Μάτσα και άλλους, οι οποίοι τού έφερναν κομμάτια και έφτιαχνε τις τηλεοράσεις Golden. Αργότερα το εργαστήρι και ο χώρος έκλεισαν.
»Νομίζω ότι το όραμα πέρασε από τον παππού στον θείο μου και μετά στη μητέρα μου. Σε όλους άρεσε η φιλοξενία, να μπαίνει κόσμος... Όπως και σ' εμένα. Έτσι, όταν φτιάξαμε προ διετίας μια θεατρική ομάδα μαζί με τον Δημήτρη Αλεξάκη, θυμήθηκα τον κλειστό χώρο και σκέφθηκα ότι θα βόλευε για πρόβες. Είναι 120 τ.μ. και περιλαμβάνει την ισόγεια είσοδο, το πατάρι, έναν υπόγειο ψηλοτάβανο χώρο και ένα εσωτερικό μπαλκόνι. Βλέποντάς τον όμως σκεφθήκαμε ότι θα μπορούσαμε να τον μετατρέψουμε σε χώρο για παραστάσεις, συναυλίες και εκθέσεις. Αρχίσαμε να ψάχνουμε τον κανονισμό του για να δούμε τι επιτρέπεται και τι όχι, ενώ παράλληλα προσπαθήσαμε και λύσαμε όλα τα λειτουργικά του προβλήματα - δομικά και άλλα.
»Δεν βιαστήκαμε, θέλαμε να αφουγκραστούμε τις ανάγκες του αλλά και τις δικές μας. Πρόκειται για μια ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί από εκεί πιστεύω ότι πρέπει να ξεκινά κανείς σήμερα. Είναι σε μια ωραία γειτονιά και είμαστε πολύ χαρούμενοι που μπαίνει πάλι κόσμος μέσα. Θα άρεσε και στον παππού μου, νομίζω. Άλλωστε έχουμε κρατήσει μια παλιά ταμπέλα, μια πρέσα και ένα ψαλίδι».