«Η πρώτη δουλειά μου ήταν στο
ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, λέει ο Θωμάς Μοσχόπουλος, στις αρχές του '90, όταν με κάλεσε ο Γιάννης Κακλέας να κάνω ένα παιδικό του Τριβιζά. Από κει κι έπειτα δεν χρειάστηκε να κυνηγήσω δουλειά. Αυτό που έπρεπε να κάνω από μια στιγμή και μετά ήταν να πείσω άλλους δέκα ανθρώπους να κάνουμε κάτι. Λένε ότι σκηνοθέτης είναι τελικά αυτός που μπορεί και πείθει δέκα ανθρώπους να ανεβάσουν μια παράσταση. Ήμουν πολύ περισσότερο ψώνιο στα είκοσι πέντε. Το ψώνιο μετατρέπεται σιγά σιγά σε μια εσωτερική φιλοδοξία, που και αυτή με τη σειρά της σβήνει και σε πιάνει στο τέλος μια ανάγκη να αποκτήσουν όλα ένα νόημα συλλογικό παρά προσωπικό. Αυτήν τη στιγμή θα ήθελα να αφήσω τη δουλειά μου, παρά το γεγονός ότι την αγαπώ. Δεν έχω σχέση εξάρτησης και ταύτισης. Απλώς δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Δεν είναι ότι βαριέμαι, αλλά δυσκολεύομαι να είμαι μονίμως με πάρα πολύ κόσμο. Καταλήγω, σε εποχές που δεν δουλεύω, να κλείνομαι μέσα στο σπίτι και να μη βλέπω κανέναν. Η υπερέκθεση είναι κάτι το σοβαρό. Είσαι διαρκώς σε εντάσεις, με πολύ κόσμο, και κάποια στιγμή δεν βρίσκεις πού είναι το δημιουργικό σου κομμάτι. Από την άλλη, μην τρελαινόμαστε, γκρινιάζω. Οι χαρές που μου δίνει η δουλειά μου σε σκοτεινές εποχές είναι πολύ περισσότερες από ό,τι αν ήμουν κλεισμένος σε ένα γραφείο, οπότε είναι λίγο αλαζονικό να το λέω αυτό.»
Τη θυμάμαι την παράσταση. Είχαμε πάει με το σχολείο. Έκανε πολλή ζέστη στην αίθουσα, έχω την εικόνα μπροστά μου, και όλοι οι ηθοποιοί ήταν μούσκεμα. Ήμασταν πολλοί μικροί όλοι. Στα καθίσματα της πλατείας είχαμε καθίσει δυο- δυο…
Χ.Φ