«Δεκα-κάτι Ιουνίου που τελειώνει το σχολείο.».
Η εικόνα της απόλυτης ευτυχίας για τον Έκτορα Λυγίζο. Πω ναι. Από εκείνη την ημέρα και έπειτα ξεκινούσε η κατανάλωση των παγωτών- εγώ προτιμούσα τις γρανίτες σε ξυλάκι- και οι βουτιές στις θάλασσες. Και όλα αυτά τα ωραία, γαμώτο, έχουν το κακό να τρέχουν με ταχύτητα παράλογη για τα ανθρώπινα δεδομένα. «Κλαίγαμε σαν να μην υπάρχει αύριο, γελάγαμε σαν να ήμασταν για πάντα ευτυχισμένοι, παίζαμε και πιστεύαμε στα παιχνίδια 100%. Αυτό μου λείπει πάρα πολύ.» Μένουν όμως στον προθάλαμο της μνήμης και γυαλίζουν την ευαισθησία μας. Και η ευαισθησία του Έκτορα Λυγίζου είναι ευδιάκριτη σε ό,τι και αν κάνει. Όποιος ενδιαφέρεται για άμεσες διαπιστώσεις, ας πάει μέχρι το θέατρο του Νέου Κόσμου να δει τις «Βάκχες» του. Και θα με θυμηθεί.
Χ.Φ