Σαχτούρης σε σπίτι.
Με ιδιωτικότητα και συνάμα σε συνθήκες «ανοιχτής συνέλευσης». Στο σπίτι του σκηνοθέτη. Με διάθεση συστολής, αλλά και μοιρασιάς της έντασης και της ορμής. Δύο χαρακτηρολογικοί δείκτες της ποίησης και της ποιητικότητας που ορίζει εκ των προτέρων το έργο του σκηνοθέτη και του ηθοποιού. Δεν είναι μοντερνιά, είναι σεμνή ανάγκη. Είναι αποτέλεσμα εσωτερικού και χρονοβόρου οδοιπορικού. Η παράσταση βασίζεται στην ποιητική συλλογή Εκτοπλάσματα (1986) του Μίλτου Σαχτούρη και είναι μια άσκηση εξοικείωσης με τον τρόμο. Αρωγοί οι προσφιλείς νεκροί.
«Τα ποιήματά μου εγώ δεν τα γράφω κομματιαστά. Ούτε τα ανακαλύπτω σιγά-σιγά. […] μου ξεπηδάνε από μέσα μου μονοκόμματα. Καμιά φορά δύσκολα, αλλά ολόκληρα. Άλλη ιστορία, αν μερικά τα παιδεύω και βδομάδες ολόκληρες, από δω και από κει. Είχα ταξιδέψει, θυμάμαι, ένα καλοκαίρι εκδρομή με τη Γιάννα. Εγώ κλείστηκα και δούλευα τρία ποιήματα μαζί […]. Και τα τρία ταυτόχρονα. Ούτε κατάλαβα , αν πήγα και πού πήγα εκδομή: Αίγινα; Πόρος; Τα ποιήματά μου δεν είναι απαισιόδοξα. Απεναντίας, είναι σαν τα ξόρκια. Ξορκίζουν το κακό. Μοιάζουν με μάσκες αφρικάνικες. Με μάσκες ζώων και προγόνων, για να ξορκιστεί ο θάνατος. Όπως συμβαίνει απαράλλαχτα και με τις μάσκες των ιθαγενών.» Μιλ.Σαχτούρης
Χ.Φ