Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κάπου περνούσε μια φωνή | σκην. Η. Βογιατζηδάκης, Μ. Πανάγου, Ν. Παπανδρέου | Νοέμβριος 2013 – Ιανουάριος 2014, BIOS Main.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δημοσίευσε τη νουβέλα «Κάπου περνούσε μια φωνή» στη Νέα Εστία το 1940.
********
Φτάνοντας στην οδόν Ερατοσθένους –τον ίσιο, κεντρικό, μεγάλο δρόμο, που πέρναγε το τραμ του Παγκρατιού (και που περνάει, άλλωστε, και τώρα)– η παρέα στάθηκε, μπροστά στο πεζοδρόμιο, κι έστησ’ ένα πρόχειρο συμβούλιο, στο φως του πρώτου φαναριού που βρέθηκε μπροστά της. Ο Αλέκος ο αραμπατζής –τ’ Αλεκάκι, ντε, η αλεπού!– ήταν της γνώμης να τραβήξουνε γραμμή, και να πάνε στο στενό της Δέσπως, της φιλενάδας του Μελέτη, του «Ψηλέα», να στήσουν το τραγούδι τους εκεί, και κατόπι «βλέπουμε τι γίνεται…», ο Μήτσος, όμως, έφερε, αμέσως, αντιρρήσεις, κι είπε πως τ’ αδερφάκι της, ο Μίμης –το Μιμάκι, το κολληταράκι– τα ’χε μυριστεί από καιρό, και δεν το ’χε τίποτα, μόλις θα ξημέρωνε, να φέρει το μαντάτο στους μπαρμπάδες της, τους καπετάνιους — και τότε πια, βλαστήμα τα! Κι ο Μελέτης, άλλωστε, ο ενδιαφερόμενος, έμοιαζε σα να κόμπιαζε, κι εκείνος. Άναψε, τότε, μια λογομαχία, και τ’ Αλεκάκι είπε «μάπα» το Μελέτη, κι ο Μελέτης που δεν έπαιρνε πολλά, του ’δωσε μια κατραπακιά γενναία, ρίχνοντάς του χάμω την τραγιάσκα, κι άρχιζαν οι σκουντιές και τα σπρωξίματα, — κι ο Σωτήρης, που καθότανε στη μπάντα, θύμωσε, κι αυτός, στα τελευταία, και τους είπε, γενικά, «κορόιδα», — κι έγινε μεγάλη φασαρία, που παρά λίγο ν’ απολήξει σε καβγά, αν ο Βαγγέλης, το γερό ναυτάκι, κι ο νεοφερμένος της παρέας, δεν έμπαινε στη μέση φιλικά, να τους συγκρατήσει με τα λόγια του… Κι αφού τους χώρισε, πριν ο καβγάς φουντώσει, έγιναν όλοι, πάλι, μέλι γάλα, κι η παρέα τράβηξε, γελώντας και μονιασμένη, σα να μη συνέβη τίποτα, για το καφενεδάκι του κυρ-Χρήστου, το μόνο, τότε, «διανυκτερεύον», και στρώθηκε φαρδιά πλατιά, σ’ ένα σωρό καρέκλες, κι ο Σωτήρης πρόσταξε «ουζάκια», δέκα ουζάκια «περιποιημένα…».
– Θα σε φονέψω! Τζουμ, τριαλαριλαρά-τζουμ, τριαλαριλαρό! Ουίτ! έκανε, με τη μύτη, τ’ Αλεκάκι, σαν το Μορφονιό του Καραγκιόζη. Κι έσκασε μια φάπα του Λευτέρη. […]
***
[…] Εδώ κι εκεί περνούσαν κάποιοι άνθρωποι, νοικοκυραίοι αργοπορημένοι, που μαζευόντουσαν, κι αυτοί, τώρα, στα σπίτια τους, κι οι πατημασιές τους ακουγόντουσαν, μέσ’ στην απονύχτερη σιγή, σα ρυθμικό τραγούδι μακρινό. Κι όλα τ’ άλλα μαγαζιά ήταν θεόκλειστα, εξόν δυο τρία μακρινά καφενεδάκια, που ακόμα τα γκαρσόνια σκούπιζαν, και το καφενεδάκι του κυρ-Χρήστου — ένα είδος καφενέ και καπηλειού, που, χάρη στη διπλή του ιδιότητα, ξέφευγε λες από τις διατάξεις, και βαστούσεν ανοιχτό μέχρι τα ξημερώματα, ενώ τ’ άλλα καπηλειά σφαλούσανε στις έντεκα. Δυο τρεις παρέες ήταν εκεί μέσα, –μια με λοχίες και δυο τρεις φαντάρους, που παίζαν τάβλι, με φωνές και βλαστήμια (κάθε τόσο ένας από δαύτους, πεταγότανε και κοίταζε, στην πόρτα, μην τυχόν και πέρναγε το σχετικό περίπολο, –ένα περίπολο του πυροβολικού, που ’φερνε γύρα, όλη νύχτα, τους στρατώνες, γιατί το άλλο, το γνωστό, του Φρουραρχείου, ήτανε σκολασμένο απ’ τη μια), και κάποιες άλλες μικροπαρεούλες ξενυχτισμένες, συνοικιακές (κάτι πιτσιρικάκια, γειτονόπουλα, που, και κείνα, παίζανε σκαμπίλι, κι ένα κοιμόταν μ’ ανοιχτό το στόμα, κι ο καφετζής, κάθε λίγο και λιγάκι, πήγαινε, με θυμό, και το ξυπνούσε, χτυπώντας με το δίσκο στο τραπέζι, και του ’λεγε το ίδιο, στερεότυπο: –Άντε, ρε, να κοιμηθείς στο σπίτι σου! Ξενοδοχείο ύπνου το κάναμ’ εδώ μέσα;… Κι εκείνο άνοιγε τα μάτια του, θεόρατα, κι αποβλακωμένα απ’ τον ύπνο, κι αφού φυσούσε, τεντωνόταν, χασμουριόταν, άλλαζε θέση, και τον έπαιρνε ξανά, –κι αυτό το πράμα επαναλαμβανόταν μέσ’ στα γέλια και τα χάχανα των άλλων, που διασκέδαζαν μ’ αυτό το ιντερμέδιο, και με το θυμό του καφετζή… Ήταν κι ένας γέρος, στη γωνιά –κάποιος παλιός δημόσιος υπάλληλος, συνταξιούχος οικογενειάρχης– που φούμερνε, κι αυτός, το ναργιλέ του, και διάβαζε προσεχτικά το «Έθνος». Κι όσο για το παιδί του καφενείου, εκείνο βούρτσιζε την τσόχα του μπιλιάρδου, και τη χτυπούσε, κάθε τόσο, με τη βούρτσα, να καθαρίσει απ’ τις κιμωλίες, κι έν’ άσπρο σύννεφο μεγάλο σηκωνόταν, και κυμάτιζε, τριγύρω του, σαν πάχνη, –κι όπως βάδιζε ξυπόλητο, στις πλάκες, μ’ ανασηκωμένα παντελόνια –ανασηκωμένα μέχρι γόνατα– άφηνε τ’ αχνάρια των ποδιών του, στο γιομάτο πίτουρα πλακόστρωτο, κι ακουγόταν, εκνευριστικός, ο κούφιος ήχος των γυμνών πελμάτων… Κι η νύχτα προχωρούσε, προχωρούσε…
Ναπολέων Λαπαθιώτης