Εχει τσαγανό και χιούμορ, είναι ναζιάρα, σκερτσόζα, αθυρόστομη και ελευθέρων ηθών, ντύνεται φανταχτερά, προκλητικά και φαντασμαγορικά, δεν είναι κορίτσι από σπίτι, οι πάντες όμως πάνε να το δουν στο δικό του σπίτι! Είναι, κυρίες μου και κύριοι, η δεσποινίς Επιθεώρηση, που αισίως κλείνει τα εκατόν είκοσι χρόνια της σε απόσταση ημερών, το 2014.
Το γεγονός έρχεται να μας θυμίσει ο εντυπωσιακός τόμος «1894-2014: Η εφήμερη γοητεία της Επιθεώρησης», που υπογράφει η Κωστάντζα Γεωργακάκη, σε πρωτοβουλία της Τράπεζας Πειραιώς, από τις εκδόσεις «Polaris». Το σχολιασμό των εκόνων στον τόμο κάνει ο Γιώργος Χατζηδάκης, ενώ οι επιμέρους ενότητες φέρουν τις υπογραφές της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Μαρίκας Νέζερ, του Μίμη Τραϊφόρου, του Γιώργου Ανεμογιάννη και του Μιχάλη Ρέππα.
Η Γεωργακάκη, επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, εξαντλεί κυριολεκτικά το θέμα της ως επιστήμων, ενώ παράλληλα το κάνει θελκτικότατο.
Είναι η ατμόσφαιρα της κάθε διαφορετικής εποχής, τα πολιτικά γεγονότα που δίνουν πάσα στα επιθεωρησιακά νούμερα, είναι το πλήθος των φωτογραφιών, συχνά αδημοσίευτων, και βεβαίως τα αποσπάσματα από χαρακτηριστικά νούμερα αλλά και οι στίχοι από τα τραγούδια που κάνουν τόσο θελκτικό τον τόμο.
Η Μαρίκα και η Κατίνα Νέζερ. Οι δύο αδελφές έμειναν μαζί περίπου δέκα χρόνια Και βεβαίως είναι ακόμα μια εξαιρετική συγκυρία: αν το θέατρο, η επιθεώρηση επί του συγκεκριμένου, πεθαίνει κάθε βράδυ με το τέλος της παράστασης, ο σημερινός αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει πλήθος από τους ήρωες στους οποίους αναφέρεται η συγγραφέας μέσα από τον «αντίπαλο» του θεάτρου, τον ασπρόμαυρο κινηματογράφο, όπως τον πήρε στην αγκαλιά της και τον επαναπρόβαλε μέχρις αηδίας η τηλεόραση.
Από το μέσον τουλάχιστον του τόμου και πέρα, από το τμήμα δηλαδή που αναφέρεται στις δεκαετίες του '40 και του '50, οι πρωταγωνιστές είναι οι Βέμπο, Ρίζος, Παπαγιαννόπουλος, Σταυρίδης, Μακρής, τα Καλουτάκια και πάει λέγοντας. Ας μην ξεχνάμε δε πως πολλοί από αυτούς επαναλάμβαναν τους επιθεωρησιακούς τύπους ως χαρακτήρες στον κινηματογράφο, π.χ. ο Μακρής ως «μεθύστακας».
Η συγγραφέας χωρίζει το υλικό της σε πέντε φάσεις. Οι δύο πρώτες (1894-1922 και 1922-1940), όπως η ίδια γράφει, στηρίζονται εν πολλοίς σε πορίσματα και έρευνες συναδέλφων της.
«Θεωρήθηκε σκόπιμο», συμπληρώνει, «η δεκαετία 1940-1950 να αποτελέσει μια τρίτη περίοδο, μεταβατική στη σκιά του Πολέμου και του Εμφυλίου. Η τέταρτη φάση (1950-1974) συνδέεται με τη θριαμβευτική επανεμφάνιση της επιθεώρησης και τη στοχοποίησή της τους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης».
Με σπανιόλικη αμφίεση η Αννα Καλουτά και ως λευκός τορεαντόρ ο Κώστας Ρηγόπουλος, έχουν βάλει στη μέση τον Πειναλέοντα Γιάννη Μαλούχο Η τελευταία τεσσαρακονταετία (1974-2014) περιλαμβάνει όλες τις προσπάθειες ανανέωσης, τις εναλλακτικές καταθέσεις και τη σημερινή δυναμική του είδους.
Η πρώτη επιθεώρηση (ακριβής μετάφραση της γαλλικής λέξης revue) ανέβηκε στις 30 Αυγούστου 1894, ήταν γραμμένη από τον Μίκιο Λάμπρο και έφερε τον τίτλο «Λίγο απ' όλα». Επρόκειτο ουσιαστικά για τη μεταφορά επί το ελληνικότερον μιας θαρθουέλας με τίτλο «Gran via», που είχε ανεβάσει ένας ιταλικός θίασος. Ο εισπρακτικός θρίαμβος έσπρωξε ακόμα τέσσερις θιάσους να ανεβάσουν επιθεώρηση, στη συνέχεια όμως το είδος θα εξαφανιστεί για μια δεκαετία.
Κατόπιν η επιθεώρηση θα προχωρήσει χέρι χέρι με έναν άλλο που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους Αθηναίους, την οπερέτα. Οπως επίσης θα πάει χέρι χέρι με τη λογοκρισία, τις επεμβάσεις της αστυνομίας στα θέατρα αλλά και τις συγκρούσεις μεταξύ αντιμαχόμενων οπαδών πολιτικών κομμάτων, με αποκορύφωση τους τέσσερις τραυματίες και τον ένα νεκρό, ένα Σαββατόβραδο του Αυγούστου του 1931. Ο Βασίλης Αυλωνίτης εντός κειμένου έλεγε μια ατάκα που εκνεύρισε κάποιους βενιζελικούς ανάμεσα στους θεατές, οι οποίοι όρμησαν στη σκηνή με τα πιστόλια.
Είναι χωρίς υπερβολή δεκάδες τα θεατρικά ανέκδοτα που εμπεριέχει ο τόμος. Ο Μίμης Τραϊφόρος π.χ. σε κείμενό του από το «Βέμπο-Τραϊφόρος, Μια Ζωή» (εκδόσεις «Σμυρνιωτάκης», 1988) αναφέρεται στο πώς γράφτηκε το «Παιδιά της Ελλάδος». Δούλευε με τη Βέμπο στο θέατρο «Μοντιάλ», την πολιορκούσε, αλλά εκείνη τον κρατούσε σε απόσταση, μέχρι που στο διάλειμμα μιας παράστασης του 1940 τού ζήτησε να της γράψει κάτι πάνω στη μουσική της «Ζεχρά», δίνοντάς του ως αμοιβή δύο φιλιά. Ο Τραϊφόρος έγραψε τους στίχους στη διάρκεια της παράστασης και η Βέμπο είπε το τραγούδι από το χαρτί που κρατούσε στο χέρι με τα πασίγνωστα αποτελέσματα.
Γιάννης Φλερύ-Λίντα Αλμα: ένα χορευτικό ζευγάρι που ξεχώριζε με την παριζιάνικη φινέτσα του Και πάλι ο Τραϊφόρος θυμάται δύο μεθυσμένους ναζί το 1941 να χτυπούν τους ηθοποιούς, θέλοντας να τους αναγκάσουν να σηκώσουν το χέρι στο φασιστικό χαιρετισμό και να φωνάξουν Χάιλ Χίτλερ και να ηρεμούν μόνο όταν ο Μαυρέας το σήκωσε και φώναξε «Χέζω Χίτλερ».
Ενα είδος στο οποίο γίνεται μεγάλη αναφορά στον τόμο είναι το τραγούδι, ειδικά το ερωτικό, όπως έβγαινε στην επιθεώρηση, τυπωνόταν (στίχοι και νότες) και έπαιρνε την άγουσα για τα αθηναϊκά σαλόνια, τα οποία απαραιτήτως διέθεταν πιάνο, και στη συνέχεια για τη δισκογραφία.
Οπως δημιουργήθηκε και μια ολόκληρη σχολή σε ό,τι αφορά τα σκηνικά και τα κοστούμια. Η φαντασμαγορία ξεκίνησε με το «Ξιφίρ Φαλέρ» (1916), επιθεώρηση που κυριολεκτικά ζωγράφισε ο Πάνος Αραβαντινός (ο Τσαρούχης είχε πει πως βλέποντάς τα έγινε ζωγράφος). Τα κοστούμια, όχι τόσο τα αντρικά όσο τα γυναικεία, από πολύ νωρίς έτειναν στον εντυπωσιασμό για να αποθεωθούν στις επιθεωρήσεις του '60.
Ο χορός, τα σύντομα βιογραφικά αλλά και οι παραστάσεις που άφησαν ιστορία βρίσκουν τη θέση τους στον τόμο, κάνοντάς τον απαραίτητο για τους επαγγελματίες του χώρου και γοητευτικότατο για το πλατύ κοινό.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΙΑΦΚΟΣ
ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ