Ο Φιλοκτήτης είναι τραγωδία του Σοφοκλή που αποτελείται από 1.471 στίχους, με κεντρικό πρόσωπο τον ομώνυμο ομηρικό ήρωα. Το έργο πραγματεύεται το θέμα της σύγκρουσης του συναισθήματος του πατριωτισμού με τον ανθρωπισμό. Παρουσιάστηκε στα Διονύσια το 409 π.Χ. και κέρδισε το πρώτο βραβείο.
Τόσο ο προγενέστερος Αισχύλος όσο και ο μεταγενέστερος Ευριπίδης έχουν δώσει τη δική τους εκδοχή αλλά δε διασώζονται τα έργα τους.
Γενικά
Γενικά στο Φιλοκτήτη το σχήμα Ύβρη -Άτη[1] υπάρχει πιο αθέατο από όσο στα άλλα έργα του Σοφοκλή. Δεν αντιτίθενται θεοί και άνθρωποι, αλλά άνθρωποι και άνθρωποι. Κυρίως αντιτίθενται δύο ηθικές· η ηθική του δόλου με την ηθική της ευθύτητας. Ο Οδυσσέας λέει στον Νεοπτόλεμο που πρεσβεύει, ότι από τη φύση του τίποτε δεν κάνει με πονηριές, ούτε αυτός ούτε αυτός που τον γέννησε (o Αχιλλέας) : «μια μέρα αχρείος τώρα και Νίκη και έπειτα σ΄όλη σου τή ζωή δόξα καί Έντιμος». [2] Και στη συνέχεια : «Τοιούτος ειμ´ εγώ· όποιον χρειάζονται οι καιροί κι όπου διαγωνίζονται ενάρετοι και δίκαιοι δεν θα έβρισκες κανένα από με πιο ευσεβή. Έτσι έχω γεννηθεί, τη νίκη πάντοτε να θέλω, μ΄εξαίρεση εσένα».
Υπόθεση
Ο Φιλοκτήτης εκστρατεύει μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες εναντίον των Τρώων, επικεφαλής επτά πλοίων με Θεσσαλούς πολεμιστές. Στη Λήμνο, όπου κάνουν στάση, ο Φιλοκτήτης πλησιάζει πολύ κοντά σε ένα ναό της Αθηνάς και μια ύδρα, δηλητηριώδες ερπετό, τον δαγκώνει στο πόδι. Η πληγή του δε θεραπευόταν και ο ίδιος υπέφερε φοβίζοντας το στρατό, οπότε με προτροπή του Οδυσσέα και των Ατρειδών τον εγκαταλείπουν στο νησί. Εκεί, παραμένει δέκα χρόνια, καθ' όλη σχεδόν τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου που δεν έχει λήξει ακόμα. Ωστόσο, βγαίνει χρησμός ότι οι Αχαιοί δε θα κυριεύσουν το Ίλιον, αν δε βοηθήσει το ανίκητο τόξο του Ηρακλή, ο οποίος πεθαίνοντας το είχε χαρίσει στο Φιλοκτήτη, που ήταν ο μόνος που τον λύτρωσε στην πυρά που είχε ριφθεί, επειδή δεν μπορούσε να απαλλαγεί από το δηλητηριώδη χιτώνα που κατέτρωγε την σάρκα του.[4] Στέλνονται, λοιπόν, ο Οδυσσέας και ο Νεοπτόλεμος, ώστε να αποσπάσουν, ακόμα και με δόλο, το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή. Ο Φιλοκτήτης όμως αρνείται να τα δώσει, μη θέλοντας να συμφιλιωθεί με τους ανθρώπους που του είχαν δείξει σκληρότητα και τον είχαν εγκαταλείψει πριν δέκα χρόνια.
Ο Οδυσσέας προσπαθεί να πείσει το Νεοπτόλεμο να ξεγελάσει το Φιλοκτήτη και να του πει πως κι αυτός εξαπατήθηκε από τον Οδυσσέα, που κατακράτησε τα όπλα του πατέρα του, Αχιλλέα, και γι ΄αυτό θύμωσε και έφυγε από την Τροία για να γυρίσει στη Σκύρο. Ο Νεοπτόλεμος αρνείται στην αρχή να μετάσχει στην απάτη, αλλά πείθεται, όταν του μιλά για τη δόξα που θα αποκτήσει όταν θα εκπορθήσει την Τροία με τα βέλη του Φιλοκτήτη. Ο Νεοπτόλεμος, αφού ξεγελά το Φιλοκτήτη, πάει να το μετανιώσει την τελευταία στιγμή και αρχίζει να το συζητά μαζί του. Εμφανίζεται όμως ο Οδυσσέας και γίνεται έντονη συζήτηση μεταξύ του και του Νεοπτόλεμου. Τελικά, ο Νεοπτόλεμος ακούει τη συνείδησή του και επιστρέφει το τόξο και τα βέλη στο Φιλοκτήτη, και ο Οδυσσέας φεύγει θυμωμένος. Ως από μηχανής θεός εμφανίζεται τότε ο Ηρακλής, ο οποίος πείθει το Φιλοκτήτη να πάει στην Τροία και να φέρει τη νίκη στους Αχαιούς. Ο Φιλοκτήτης πηγαίνει στην Τροία σκοτώνει με τα βέλη του τον Πάρι και είναι μέρος της ομάδας που κρύβεται μέσα στον Δούρειο Ίππο στην τελική επίθεση κατά της Τροίας.
Παραστασιογραφία
Η πρώτη παράσταση του Φιλοκτήτη στο νεοελληνικό θέατρο έγινε στις 16 και 28 Φεβρουαρίου 1818 στην Οδησσό σε διασκευή του Νικολάου Πίκολλου με ερασιτέχνες ηθοποιούς. Η παράσταση αυτή αποτελεί και την πρώτη παρουσίαση αρχαίας τραγωδίας στο Νεοελληνικό θέατρο.