Με αφορμή τη "Μεγάλη χίμαιρα" το μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση που μεταφέρει ο εγγονός του Δ. Τάρλοου στο Φεστιβάλ Αθηνών, o ηθοποιός και σκηνοθέτης έδωσε συνέντευξη στο ΒΗΜΑ και την Αστερόπη Λαζαρίδου όπου μίλησε για τον "επίκαιρο" Μιχάλη Καραγάτση, για την μυστικιστική σχέση του σκηνοθέτη με το θέατρο και για την τραγικότητα του έρωτα.
Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα;
«Με ενδιέφεραν πολύ τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται. Η εποχή του, ο Μεσοπόλεμος, μοιάζει πολύ με τη σημερινή. Βρισκόμαστε όλοι σε μια κατατονία, υπάρχει στάση αναμονής για κάτι που δεν έρχεται. Οι δύο βασικοί ήρωες, η Μαρίνα και ο Μηνάς, έχουν δίδυμες ψυχές, μια κοινή ροπή προς τον θάνατο και πολλές νευρώσεις. Κυρίως αναλύεται η γυναικεία σεξουαλικότητα και ψυχοσύνθεση. Ο χαρακτήρας της Μαρίνας μού θύμισε πολύ εκείνον που υποδύεται η Ιζαμπέλ Ιπέρ στην ταινία "Η δασκάλα του πιάνου". Κι έπειτα, έχουμε τη σχέση της Ελλάδας με τη Δύση, τη σχέση του Καθολικισμού που κοντράρεται με την Ορθοδοξία».
Ο έρωτας, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να είναι τραγικός;
«Ο έρωτας έχει από τη φύση του την ανάγκη να κατασπαράξει. Αφού φας τον άλλον, νιώθεις ότι πια δεν κινδυνεύεις από αυτόν. Αυτό είναι το δράμα: θέλω τόσο πολύ να είμαι μαζί σου, που θα σε φάω. Και μετά θα μείνω μόνος, γιατί δεν θα μπορώ να σε έχω. Ο έρωτας είναι ανθρωποφάγος, υπάρχουν άπειρα παραδείγματα και στη μυθολογία. Και είναι αναπόφευκτο. Δεν πιστεύω καθόλου στην εκλαϊκευμένη ψυχανάλυση του τύπου "αν είσαι καλά με τον εαυτό σου θα έχεις μια υγιή και ισορροπημένη σχέση κ.τ.λ., κ.τ.λ.". Δεν σημαίνει ότι επειδή θες να φας κάποιον δεν τον αγαπάς. Το ενδιαφέρον είναι όταν βγαίνεις από τον εαυτό σου και τα συνειδητοποιείς όλα αυτά: "Τώρα εγώ θέλω να σε φάω. Γιατί άραγε;"».
Ηταν, λοιπόν, ο Καραγάτσης ένας συγγραφέας που έγραφε για όλες τις εποχές, όχι μόνο για τη δική του;
«Μένω έκπληκτος όταν χαρακτηρίζουν τον Καραγάτση συντηρητικό ή αντιδραστικό. Ηταν εκείνος που τόλμησε να πει τη γυναικεία νεύρωση με το όνομά της και να εξηγήσει ότι οι άνθρωποι το μόνο που θέλουν κάποιες φορές είναι να κάνουν σεξ και τίποτε άλλο. Ελεγε τα πράγματα ωμά, αφτιασίδωτα. Ο ίδιος, όμως, δεν ήταν ωμός. Από μέσα του θρηνούσε. Ηταν ένας άνθρωπος σε απελπισία, επειδή γνώριζε ότι, όλοι μα όλοι, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό που είμαστε. Αυτή η πολυπλοκότητα είναι που κάνει τον Καραγάτση μοναδικό, όπως και τον Ντοστογέφσκι. Κλαίω κάθε φορά που διαβάζω τον "Γιούγκερμαν", έναν ήρωα που γίνεται πιο Ελληνας από τους Ελληνες, που ερωτεύεται ένα φυματικό τίποτα, τη Βούλα, όχι την επικίνδυνη Ντάινα. Για τον Καραγάτση οι γυναίκες χωρίζονταν στις μοιραίες Ντάινες και στις Βούλες - δεν υπήρχε τίποτα στο ενδιάμεσο. Σαν να μην μπορούσε να ταιριάξει τα συναισθήματα με το σεξ. Αυτό ήταν το μεγάλο του πρόβλημα. Αυτή η τρέλα είναι που τον έκανε να γράφει αριστουργήματα. Ηξερε την αδυναμία του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Η γυναίκα του, η Νίκη Καραγάτση, αυτή η τόσο σημαντική ζωγράφος, ήταν μια τρυφερή Βούλα. Ο Καραγάτσης δεν θα παντρευόταν ποτέ μια Ντάινα, δεν θα μπορούσε ποτέ να την εκτιμήσει. Υπάρχει ένας πολύ συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τις Ντάινες».
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ