O ποιητής της μεταπολεμικής γενιάς Βύρων Λεοντάρης έφυγε από τη ζωή την Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014, από ανακοπή καρδιάς. Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 8 Αυγούστου, στις 12.00, στο νεκροταφείο Καισαριανής.
Ο Βύρων Λεοντάρης γεννήθηκε στη Νιγρίτα Σερρών. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Σάμο, από όπου καταγόταν, και το 1939 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Αδελφός του κριτικού Μανόλη Λαμπρίδη, του ποιητή Ανδρέα Λεοντάρη, σύζυγος της ποιήτριας Ζέφης Δαράκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1952-1956) και εργάστηκε ως δικηγόρος. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με την ποίηση, ενώ δημοσίευσε επίσης κριτικά δοκίμια. Πρωτοεμφανίστηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή "Γενική Αίσθηση'. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Κριτική", "Εφημερίδα των Ποιητών", " Επιθεώρηση Τέχνης", κ.ά., μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού "Σημειώσεις".
Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και τουρκικά.
ΤΑ ΦΟΝΙΚΑ ΑΚΟΝΤΙΑ
Οι γέροι στα λεωφορεία
σηκώνουν όρθια τα παιδιά
-για μεταμόσχευση καρδιά
ψάχνει η Γηραιά Κυρία
Μισεί τα νιάτα η σάπια σάρκα
οι ανάπηροι βυσοδομούν
φτύνουνε τ’ άνθη, βλαστημούν
τον έρωτα στα πάρκα
Μες το βυθό του Χειρουργείου
ανάβει ο Μέγας Αχινός
το κλομπ χτυπάει κι ο ουρανός
ανοίγει σαν κρανίο
Λουλούδια τέρατα εφιάλτες
αράχνες μαύροι προβολείς
-στο συρματόπλεγμα η βολή
καρφώνει δρομείς κι άλτες
Χτίζουν τους χτίστες τα ντουβάρια
οι ανεμόμυλοι φυσούν
τον άνεμο, θα καταπιούν
τη θάλασσα τα ψάρια
Ο χρόνος πρήζεται κολλάει
πάνω στους τοίχους, η καρδιά
βγαίνει τη νύχτα απ’ τα κορμιά
και σαν σκυλί αλυχτάει
Τα πέλματα ρόδα ανοιγμένα
οι φλέβες άλυτες θηλιές
σπασμένες ραχοκοκαλιές
σαγόνια γκρεμισμένα
Αίματα και φτερά γεμάτα
βαριά ανεβαίνουν τα κλουβιά
στα ουράνια δώματα –πηδά
λυσσά από κάτω η Γάτα
Σειρήνες γέμισαν οι δρόμοι
φανάρια που αίμα πιτσιλάν
απ’ τα καμιόνια τους πηδάν
γιατροί και νοσοκόμοι
με μάσκες και με δακρυγόνα
μα δε μαζεύεται ο Νεκρός
έγινε θάλασσα ουρανός
κι απλώνει στον αιώνα
(από την “Kρύπτη', 1968)
ΥΓ: Ο τίτλος είναι φράση της ποιήτριας Γλυκερίας Μπασδέκη