Ο Βασίλης Αυλωνίτης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες κωμικούς. Αν και δεν σπούδασε, ούτε είχε ιδιαίτερη μόρφωση, κατάφερε να γράψει ιστορία σαν κωμικός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Γεννημένος στην Αθήνα, σε πολύ φτωχή οικογένεια, και κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά προκειμένου να επιβιώσει, ξεκίνησε την καριέρα του σαν ηθοποιός, εντελώς απρόσμενα, ανορθόδοξα, θα μπορούσε κανείς να πει, αλλά και θριαμβευτικά! Συγκεκριμένα, το 1924 εργαζόταν στο θέατρο Έντεν ως βοηθός σκηνικών. Σε μία παράσταση κάποιοι συνάδελφοί του, θέλοντας να του κάνουν πλάκα, τον έσπρωξαν στην σκηνή, κι αυτός όχι μόνο δεν σοκαρίστηκε από το γεγονός, αλλά με όπλο το αστείρευτο χιούμορ του και το έμφυτο ταλέντο του αυτοσχεδίασε, είπε τα… δικά του και ανάγκασε τους θεατές της παράστασης να σηκωθούν και να τον καταχειροκροτήσουν. Την ίδια χρονιά, έκανε την επίσημη εμφάνισή του σαν ηθοποιός με τον θίασο της Ελένης Ζαφειρίου στο έργο «Ερωτικές Γκάφες». Από τότε συνεργάστηκε με διάφορους θιάσους, μέχρι το 1928 που δημιούργησε δικό του θίασο, ανεβάζοντας κυρίως επιθεωρήσεις.
Το πηγαίο χιούμορ του, το ανεξίτηλο ταλέντο του και η ετοιμολογία του, τον οδηγούσαν συχνά σε αυτοσχεδιασμούς, οι οποίοι όχι μόνο δεν απορρίπτονταν από τους σκηνοθέτες, αλλά έδιναν χρώμα στα σενάρια και στους ρόλους του. Η κινησιολογία του, οι γκριμάτσες του και οι μορφασμοί του αποτελούν σημεία αναφοράς για τον ίδιο και τις κωμωδίες που έχει συμμετάσχει. Τελευταία ταινία που έπαιξε ήταν η «Αριστοκράτισσα και ο Αλήτης» το 1970, λίγες μέρες πριν από το θάνατό του, ο οποίος προήλθε από καρδιακή προσβολή, αφήνοντας ωστόσο κληρονομιά στις επόμενες γενιές, τις αθάνατες και περίφημες ατάκες του.
Προς τιμήν του μεγάλου αυτού κωμικού, το πρώην θέατρο Βεργή στην Αθήνα, ονομάστηκε θέατρο «Βασίλης Αυλωνίτης».
(Πηγή: Φίνος Φιλμ)