Μετά από την τρίμηνη επιτυχημένη περιοδεία σε αρχαία θέατρα και αρχαιολογικούς χώρους σε ολόκληρη την Ελλάδα ο λόγος του Διονυσίου Σολωμού θα ακουστεί για μια τελευταία φορά στην Αθήνα.
Αυτό θα γίνει στον πεζόδρομο Θεμιστοκλέους και Ερεσσού, στα Εξάρχεια, την Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου, στις 22:00, με την παράσταση «Η γυναίκα της Ζάκυθος» σε σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη.
Η παράσταση αυτή, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό, οργανώνεται στο πλαίσιο των δράσεων των κατοίκων των Εξαρχείων που από τις 5 Ιουνίου 2014 με λαϊκές συνελεύσεις προσπαθούν συντεταγμένα και δυναμικά να επαναφέρουν το αίσθημα της γειτονιάς στα Εξάρχεια.
Ταυτότητα παράστασης
Θεατρική προσαρμογή – σκηνοθεσία: Δήμος Αβδελιώδης
Ερμηνεύει η Όλια Λαζαρίδου
Μουσική Βαγγέλης Γιαννάκης
Ενδύματα Αριστείδης Πατσόγλου
Άγγελος Δανάη Ρούσσου
Φάσμα Ελευθερίας Κατερίνα Χαρμάνη
Σημείωμα του σκηνοθέτη
Με το έργο αυτό ο Σολωμός αφήνει το φως και ανιχνεύει το σκοτάδι.
Αν και μικρό σε έκταση –δέκα μικρά κεφάλαια–, είναι ο αντίποδας που στηρίζει όλο το άλλο του έργο, αντισταθμίζοντας το βάρος και την έκταση της zakythos2αναζήτησής του.
Δανείζεται, λοιπόν, το προσωπείο του Αγίου Διονυσίου –o οποίος έζησε ως ιερομόναχος έως τα 172 του χρόνια σ’ ένα μοναστήρι της Ζακύνθου– για να κοιτάξει στα μάτια το κακό. Το γεγονός πως μπορεί να δει μέσα από τα μάτια ενός Άλλου, τον απελευθερώνει και τον μεταφέρει, σαν πνεύμα, εκεί όπου μπορεί να βλέπει την τυφλή και ακατανόητη δύναμη του κακού, χωρίς να το φοβάται.
Αυτή ακριβώς η έλλειψη φόβου είναι που τον θωρακίζει και του δίνει το έλλογο στοιχείο και τον έλεγχο, ώστε το θεωρούμενο ως υποστασιοποιημένο κακό –η γυναίκα της Ζάκυθος εδώ– να καταρρεύσει αδύναμο και αξιολύπητο μπροστά του.
Η έννοια του κακού θα υπερεκτιμάτο, και θα αδρανοποιούσε τον ίδιο, μόνο εάν το υποτιμούσε περιφρονώντας το, ή αν απέστρεφε το βλέμμα του από αυτό φοβισμένος, με αποτέλεσμα να παραλύσει, και να εκλείψει η κυριαρχία του λόγου.
Το κακό εδώ δεν είναι οι Τούρκοι, δεν είναι οι απέναντι, δεν είναι ο προφανής εχθρός. Το κακό είναι ανάμεσά μας. Εμείς οι ίδιοι γινόμαστε οι φορείς του κακού, από τον φόβο ή από την άγνοια του αντικειμένου.
Ο Σολωμός σχεδίασε και άρχισε να γράφει το έργο το 1826 στη Ζάκυνθο, βλέποντας με συναισθήματα πόνου και απέραντης συμπάθειας τις προσφυγοπούλες, γυναίκες από το πολιορκημένο Μεσολόγγι – που επαιτούσαν ζητώντας τρόφιμα και χρήματα για τους έγκλειστους άνδρες τους– να αντιμετωπίζουν κατάμουτρα τη λεκτική βία, την προσβολή και την ταπείνωση από μια δύσμορφη, εξαθλιωμένη γυναίκα.
Το έργο, αν και έχει την επίφαση ενός οραματικού οίστρου, είναι απόλυτα ρεαλιστικό, γιατί ανιχνεύει τις αιτίες της κακοδαιμονίας και της διχόνοιας σαν ζητήματα βαθιάς άγνοιας και αδυναμίας πρωτίστως ημών των ιδίων, των παρατηρητών, των φερομένων ως υποκειμένων του ορθού λόγου. Κάθε παραίτησή μας μπροστά σε κάτι παράλογο και άδικο γίνεται αυτόματα προσχώρηση στο αντίθετο στρατόπεδο, του παραλογισμού και του χάους, που εμπεριέχει το απρόβλεπτο, το οδυνηρό, το κακό.
Η εκδοχή μας, μέσα από τη φωνητική αναπαράσταση του λόγου του ποιητή, που νοηματοδοτεί κάθε φράση, επιζητεί να ανασύρει και να ζωντανέψει όλες τις πτυχές που κρύβονται σ’ αυτό το έργο.
Έργο, που δεν παύει να μας γοητεύει και να μας αφορά, σαν μια σημαντική κατάθεση ενός αγνού και μεγάλου στοχαστή, ενεργοποιώντας τη σκέψη μας επάνω σε θεμελιώδη ζητήματα της πραγματικότητας και της πραγματικής μας ταυτότητας.
Δήμος Αβδελιώδης
(ΠΗΓΗ: Art play)