Άνω-κάτω και πάλι το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, μετά την εισαγγελική επέμβαση της περασμένης Παρασκευής, την οποία προκάλεσε αναφορά «επιτροπής εργαζόμενων» για παράνομες προσλήψεις και διασπάθιση δημόσιου χρήματος. Η υπόθεση προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Σωματείου Εργαζομένων, του νόμιμου φορέα που εκπροσωπεί το ΚΘΒΕ, που έκανε λόγο για «θλιβερές και ανώνυμες καταγγελίες από άτομα που ορέγονται τη διάλυση, τη συρρίκνωση ή την απαξίωση του οργανισμού».
«Μετά από μια πετυχημένη σεζόν για το ΚΘΒΕ, μια καλοκαιρινή περιοδεία μεγάλης ανταπόκρισης από το κοινό όλης της Ελλάδας, και πάνω στην έναρξη της νέας θεατρικής περιόδου, είναι θλιβερό να βλέπουν το φως της δημοσιότητας κείμενα στα οποία φέρεται “επιτροπή εργαζομένων” να καταγγέλλει ανωνύμως σωρεία ατασθαλιών στον Οργανισμό», τονίζει το σωματείο. Και ξεκαθαρίζει ότι «ο Σύλλογος εργαζομένων, πάσης φύσεως προσωπικού στο ΚΘΒΕ, και η αντιπροσωπευτική επιτροπή των ηθοποιών, είναι οι μόνοι νόμιμοι φορείς που εκπροσωπούν το Κρατικό».
Η ανακοίνωση του σωματείου καταλήγει: «Το ΚΘΒΕ, παρά τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει εδώ και χρόνια, συνεχίζει να παράγει πολιτισμό, διάγοντας περίοδο εργασιακής ειρήνης και σύμπνοιας μεταξύ διεύθυνσης, Διοίκησης και εργαζομένων». Και ζητά από την Πολιτεία και ιδιαίτερα από το ΥΠΠΟ να το στηρίξει.
Γεγονός είναι πως η κακοδαιμονία συνοδεύει το ΚΘΒΕ χρόνια τώρα. Σχεδόν όλες οι διοικήσεις του είχαν εμπλοκή με τη δικαιοσύνη, είτε μέσα από μηνύσεις μεταξύ των διοικούντων είτε από αυτεπάγγελτες εισαγγελικές παρεμβάσεις μετά από καταγγελίες. Νωπές είναι ακόμη οι μνήμες από την υπόθεση Χατζάκη για το «Μεγάλο μας τσίρκο» και λοιπά πεπραγμένα του…
Αυτήν τη φορά στο κάδρο των καταγγελιών βρίσκονται ο καλλιτεχνικός διευθυντής, Γιάννης Βούρος, και η πρόεδρος του Δ.Σ., Μένη Λυσσαρίδου. Μόνο που φαίνεται ότι το σωματείο των εργαζομένων τους εμπιστεύεται και τους στηρίζει. Παραμένει, λοιπόν, μυστήριο, ποιοι είναι και τι εξυπηρετούν όσοι συγκρότησαν την επιτροπή, που απέστειλε τις καταγγελίες προς το υπουργείο Πολιτισμού, με κοινοποίηση στον επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρο Ρακιντζή και στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, απ’ όπου διαβιβάστηκε αρμοδίως στον εισαγγελέα Διαφθοράς Θεσσαλονίκης.