Μόνο αυτό δεν περίμενα να ζήσω στο κέντρο της Αθήνας. Έξω απ' το Παλλάς, στη Βουκουρεστίου, όταν ο "Αγαπητικός της Βοσκοπούλας" τελείωσε και οι ήρωες του Κορομηλά "πέταξαν" τους ντουλαμάδες, τα φακιόλια, τις φουστανέλες και τα σεγκούνια και βρέθηκαν στον πεζόδρομο μαζί με τον κόσμο που είχε προηγουμένως παρακολουθήσει την παράσταση.
Χρωματιστά λαμπιόνια να κρέμονται, μια προσπάθεια το μπουρζουαζέ του δρόμου να μεταμορφωθεί σε χώρο πανηγυριού, όπου το ένα χέρι δίνει στο άλλο χέρι παραδοσιακά γλυκά (μη με κοιτάς, εγώ δεν δοκίμασα τίποτα), κάποιοι γεμίζουν τα ποτήρια αβέρτα με λευκό και κόκκινο κρασί, άλλοι ψήνουν κοκορέτσια, αρνιά και κοντοσούβλια! Οι -κάποιας ηλικίας- κυρίες που είχαν πάρει το dinner τους στο διπλανό ξενοδοχείο, όταν χώνεψαν και ήρθε η ώρα να βγουν Βουκουρεστίου και Σταδίου γωνία, έτρεχαν κουκουλωμένες με τις μεταξένιες τους εσάρπες. "Το μαλλί μου, αχ το μαλλί μου"!
Όσοι ήταν γύρω απ' το πανηγύρι είχαν κέφι, όμως. Και δωσ' του και τραγούδια, όχι τόσο τα γνωστά αργόσυρτα των βουνών, αλλά τα πιο γρήγορα, τα τύπου καλαματιανά, αλλά και ορίτζιναλ καλαματιανά.
"Μου παρή, το χαϊδεμένο μου μου παρή, παρήγγειλε τ' αηδόνι", "Όλα τα πουλάκια, κι αμάν αμάν, όλα τα πουλάκια ζυγά ζυγά όλα τα πουλάκια ζυγά ζυγά τα χελιδονάκια ζευγαρωτά".
Καθίσαμε με τους φίλους μου στο πεζούλι του "Αθηνών", κάτω απ' τη μαρκίζα του "Πουπουλένιου". Ο Γιώργος χόρευε, επί τόπου "μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο γιατί με μάρανες το πικραμένο", η Αλεξάνδρα γελούσε κι εγώ ήθελα να χορέψω μαζί του, αλλά ντρεπόμουν.
Αυτά συνέβησαν, το Σάββατο, 11 Οκτώβρη 2014.