Είναι κάτι άνθρωποι, που έχουν μόνοι τους περάσει στο λαιμό τους την ταμπέλα του δάσκαλου και της δασκάλας, βαριά ταμπέλα-μεγάλα τα γράμματα, κάθονται σε μια έδρα και κουνάνε δάχτυλα, ουρλιάζουν με μπάσες φωνές, βγάζουν το άχτι τους απέναντι στους νεαρότατους του ακροατηρίου (οι ίδιοι παλεύουν με την παραίτηση και την ανυπαρξία καλών ημερών στον ορίζοντα).
Τους αρέσει να προκαλούν φόβο, ν' ανακόπτουν πορείες, να υποφέρει κόσμος από την παρουσία τους γιατί μόνο αυτό μπορούν να κάνουν. Να μείνουν στη θνησιγενή ιστορία του χώρου ως αυτοί που "τα ' χωναν" σε κάτι ψώνια. "Γιατί εμείς ήμασταν οι καλύτεροι. Οπότε ως καλύτεροι επιβάλλουμε τον εαυτό μας με όλα τα ανάποδα και στραβά γιατί εμείς είμαστε ζωντανοί, θρύλοι".
Σε ποια άλλη χώρα, ο άνθρωπος που εργάζεται στο θέατρο θα γινόταν τόσο εύκολα και δάσκαλος μαζί με όλα τα άλλα; Πού αλλού συναντάμε το φαινόμενο ο δάσκαλος της Δραματικής Σχολής (και γενικότερα) να μην έχει σε τίποτα να μεταφέρει όλες του τις νευρώσεις, όλο το άβατο της ιδιωτικής του περιοχής σε μια τάξη; Και αν είναι δασκάλα, παλιά καραβάνα σε προχωρημένη ηλικία, είναι μέσα στο πρόγραμμα η "ακαδημαϊκή της αγόρευση" να είναι μια συνεχής λάσπη απέναντι στα νέα, όμορφα και ταλαντούχα κορίτσια;
Το ύψος και το βάθος σ' αυτή τη χώρα είναι πιο συνήθη και από τον ήλιο. Οι ίδιοι θεοί γίνονται την ίδια στιγμή ράκη σε αποσύνθεση.
Και δεν παίρνει εύκολα το δρόμο για το σπίτι του κανείς.
Νατάσα Χανιώτη