Τo Facebook είναι φοβερός τόπος. Απ' όλες τις απόψεις. Αν είσαι στην μαύρη τύφλα σου, το ανοίγεις, πρωί Κυριακής, και βλέπεις από τα λουλούδια, τους "Μάρτηδες" και τα ανοίγματα στη φύση ότι η άνοιξη ήρθε ή έρχεται. Τα μαθαίνεις όλα με κάθε τρόπο. Και υπάρχουν και τρόποι υπό εξέλιξη.
Μια φωτογραφία, μια ιδιότητα πάνω αριστερά, ένα όνομα πανεπιστημίου και ένα γερό τσεκ ιν, είναι αρκετά για να πάρεις μια ωραία φόρα και να ξεκινήσεις φανερό, μισοκρυφό, -με υπονοούμενα, με δόντια, με κυνόδοντες, με κακιούλες- πόλεμο ενάντια σε όποιον θες. Αυτοί οι πόλεμοι δεν έχουν ούτε καν απόηχο κραυγής, ούτε μια πεταμένη φλέβα. Έχουν μόνο μικρά και κεφαλαία γράμματα, που γίνονται status του δεκάλεπτου. Εν δυνάμει λαοφιλή, εξαρτάται από το μπαράζ των like.
Εκεί που το παρασκήνιο ήταν αποκλειστική "δουλειά" μιας χαζοχαρούμενης φάρας της "δημοσιογραφίας", τώρα το βλέπεις να εκτοξεύεται από τους ίδιους τους ηθοποιοσκηνοθετοσυγγραφειςτραγουδιστέςδημοσιογραφοτέτοιους. Όλοι έχουν επίσημο πια ντοκτοράτο στα τόξα και τα βέλη. Όλοι είναι με επιτυχία θύματα που περιμένουν με πέτρες στη γωνία για να πάρουν το αίμα τους πίσω. Όλοι έχουν στο βιογραφικό τους ένα "πισώπλατο μαχαίρωμα", μια ξεφωνημένη προδοσία, ένα χρονικό χρησιμοθηρίας και πάει λέγοντας.
Ο άνθρωπος, ό,τι και να' ναι, όπως και να 'ναι, έχει το σύνδρομο της ρούγας μέσα του. Να βγω, να φορέσω κάτι πρόχειρο, να τα πω στη γειτονιά να μάθει η γειτονιά πόσο κωλάνθρωποι είναι..οι άλλοι. Οι άλλοι.
Νατάσα Χανιώτη