Η κανονική φιλία είναι αθόρυβη, οι δημόσιες σχέσεις κρώζουν, βραχνά, εκνευριστικά τον ήχο της ξεφτίλας. Πώς την παλεύει ο κόσμος, απορώ. Να ποδοπατάει τα καλώδια από τα μικρόφωνα, να τυφλώνεται από τα φώτα, να διαλέγει κάμερα με στυλ και φαντασία και να αραδιάζει ένα σωρό χαζομάρες για την τελειότητα που του ορίζει τη ζωή, την καλή παρεούλα, την αιώνια αγάπη και πίστη στους συνεργάτες και άλλα τέτοια γλυκερά που δεν τα υποφέρεις ούτε με μισή λοβοτομή.
Ποιοι αγαπούν ποιους; Ποιοι μισούν ποιους; Ποιοι ζηλεύουν, ποιοι κομπλεξάρονται, ποιοι θέλουν την τύχη με το μέρος τους; Ποιοι, ποιοι, ποιοι, μωρό μου, ποιοι!
Γιατί σ' αυτούς τους χώρους που μια αόριστη κάστα λέει πώς είναι βουτηγμένοι (αυτοί οι χώρα) στην τέχνη και τη διανόηση, γιατί λοιπόν σ' αυτούς τους χώρους είναι τόσο δύσκολο να υπάρξουν κανονικά, ρέοντα πράγματα; Με κανονικές αγάπες και ευδιάκριτες έχθρες; Αλήθεια, υπάρχει αλήθεια;
Τα μέλη των έντεχνων παρελάσεων, παρά το "μαζί" είναι εντελώς μόνα τους. Μέσα από το κουβούκλιο τς μοναξιάς και του υπερεγώ εκφράζουν κάθε συναισθηματική υπερβολή.
Σημαδεύουν από το κέντρο τους και ξαναγυρνούν σ' αυτό. Και όταν θα ξεμυτίσουν από τη μικρή τους περιοχή, για λίγο, θα είναι μόνο χάρτινα ανθρωπάκια έτοιμα για κατάρρευση.
Χ.