Μία από τις -παραπάνω από το
κανονικό-Δραματικές σχολές της Αθήνας βρίσκεται κοντά στο σπίτι μου. Ένα όμορφο νεοκλασικό, στον πιο κοινότοπο δρόμο με τους τρεις άδειους κάδους και τα θεοβρώμικα πεζοδρόμια. Αυτή είναι η θέα που επιβάλλεται έξω από τα τζάμια της σχολής στους εν δυνάμει ηθοποιούς. Τον πρώτο καιρό που περνούσα από εκεί διέσχιζα με δυσκολία τον δρόμο. Σμήνη μαθητόκοσμου μόνιμα έξω από αυτό το ωραίο κτίριο. Πολλή φασαρία, στη διαπασών οι μονόλογοι, ό,τι ήταν να γίνει εντός του κτιρίου γινόταν -τελείως άγαρμπα- έξω. Τις τρίτες έχει λαϊκή. Να’ ξερες πόση ντομάτα της κακιάς ώρας έφαγαν τα παιδιά αυτά από τους ντοματάρχες.
Εδώ και καιρό στα σκαλάκια του νεοκλασικού και στο δρόμο δε βλέπω ψυχή. Μόνο κάποιους από τους καθηγητές που μοιραία σκοντάφτουν πια σε άδεια θρανία. Οι μαθητές λιγόστεψαν και αυτοί που παρέμειναν κάνουν τρεις δουλειές για να πληρώσουν τα δίδακτρα του κάθε μήνα. Το βρίσκω τόσο ξένο πια με την περίσταση που μου ξεφεύγει πού και πού και το: «Ψωνάρες». Τρεις δουλειές οι μαθητές για να πληρώσουν μαθήματα στα οποία δεν προλαβαίνουν να πατήσουν ή και όταν προλαβαίνουν παρακολουθούν ό,τι παρακολουθούν με έξτρα δόση σύγχυσης, υπερέντασης και αφηρημάδας.
Ρε παιδιά, ξέρω ότι το όνειρο δε χωράει σε κανένα κάδο σκουπιδιών. Σύμφωνοι.
Πια όμως τα όνειρα απαιτούν ένα σκασμό λεφτά και γύρω μας υπάρχει μόνο «σκασμός» και όχι «λεφτά».
Και όπου και να βρεθείς να είσαι με εκείνα τα όπλα που κουβαλούσες στις παιδικές σου τσέπες. Τη σοβαρότητα, την ταπεινότητα και την πίστη που είχες ως παιδί.
Τότε η «θυσία για το τίποτα» λέγεται «αξιοπρεπής κόπος». Και εγώ μαζί σου.
Χρύσα Φωτοπούλου