Καμιά φορά η σεβάσμια διαδρομή κάποιων ανθρώπων
δε σου επιτρέπει ούτε καν το «δεν παίρνω θέση». Λένε. Δηλαδή ό,τι και να είναι π.χ η παράσταση από τη στιγμή που ένας από τους στυλοβάτες είναι χρόνιος κάτοχος της πρωτιάς δε σε παίρνει ούτε και η πιο ευγενική απαξίωση. Στην περίπτωση του «Δε μ’ αγαπάς, μ’ αγαπάς» της Φωτεινής Τσαλίκογλου που ανέβηκε στο θέατρο Βασιλάκου σε σκηνοθεσία του «15 καρπούζια υπό μάλης» Πέτρου Ζούλια όση ανάσα και να περιείχε η παρουσία της Ρένης Πιττακή η σύμπραξη ήταν κάτι σαν συμπαθητικός αυτοσχεδιασμός στα όρια ενός φιλικού σπιτιού. Όχι για την σκηνή. Όχι έτσι. Τόσο προφανώς και τόσο «υποδεικνύοντας». Με θυμάμαι να κουράζομαι από τα τόσα τραβήγματα του προσώπου. Κλάμα, λύπη, χαρά, χαρμολύπη. Αν έβαζαν ή έβγαζαν αποκριάτικες μουτσούνες παγωμένων εκφράσεων θα ανακουφιζόταν ο θεατής. Ο θεατής που έπρεπε ανά τέταρτο να ακολουθεί τον βεβιασμένο συναισθηματισμό της κόρης- Πέγκυς Τρικαλιώτη. Οι φωνές της παράλογες. Το «μαμά-μαμά» μέχρι να τελειώσει η παράσταση ειπώθηκε 456.987 φορές. Αν στη συνωμοσία θεατή- ηθοποιού ο θεατής είναι απών, τότε και η υπερπροσπάθεια από τη σκηνή μοιάζει με στριγκλιά μέσα στην έρημο τη νύχτα.
Κάπως έτσι ένιωσα. Και πήγαινα πέρα-δώθε στην άβολη θέση μου, που έτριζε και ενοχλούσε τον διπλανό μου.
Ύστερα ζήτησα από το βιβλίο να με συγχωρέσει και διέγραψα την παράσταση για λόγους χωρητικότητας.
Χρύσα Φωτοπούλου