Διαβάζοντας ένα υπέροχο κείμενο
του σκηνοθέτη Γιάννη Καλαβριανού και κοιτώντας ταυτόχρονα την εύστοχη εικόνα που το συνόδευε έμεινα μετέωρη για λίγο με τα μάτια μου καρφωμένα στην αγαπημένη μου χαραμάδα. Αυτή ανάμεσα στις δύο μονοκατοικίες που αν «περάσεις» από μέσα της βλέπεις το λιμανάκι της Μικρής Μαντίνειας. Εκεί ξεκουράστηκα για λίγο. Ο Καλαβριανός «συνομίλησε» μαζί μου με τον τρόπο που ζητούσα και ζητώ. Τον τρόπο της έμμετρης απλότητας. Για τα άκρα που μεγαλώνουν το ενδιάμεσο κενό. Για τα εν δυνάμει αναγκαία και άξια που πέφτουν στο κενό αυτό. Υπερθετικές αγάπες, υπερθετικά μίση. Άρθρο και επίθετο σε μεγέθυνση. Όποιος έχει τη δύναμη κινεί και τα οπτικά νεύρα της ανθρωπότητας. Η σιγουριά ότι θα πάμε στον παράδεισο συνήγορος της μετριότητας και του άσκαφτου εδάφους. Πού να βρει την ψυχή του αυτός που δεν περιμένει τίποτα από κανέναν; Τελικά αυτός είναι και ο πιο μπεσαλής. Δεν αναθέτει το χρέος σε κανένα ξένο σώμα. Μεγέθυνση και σμίκρυνση. Στον ίδιο τόπο την ίδια ώρα. Σε ποιο σημείο υπάρχουν αυτοί που δε μιλούν να έρθουμε κοντά να γίνουμε μια παρέα; Να «μιλήσουν» οι πράξεις. Να σωπάσουν οι ξετσίπωτες γλώσσες και τα ταχύρρυθμα δάχτυλα του πληκτρολογίου. Εδώ που είμαστε ή αυτό ή εκείνο. Ή η ραχούλα της απομόνωσης και κακιασμένος ελιτισμός ή δουλεμένη αποκαθήλωση ή αποθέωση. Την έμπρακτη σεμνότητα να ψάξω ν’ ακουμπήσω στους δρόμους και τους τόπους του σοβαρού αυθορμητισμού. Η σιωπή. Και τα μεγάλα ή μικρά να προκύπτουν στην επιφάνεια σαν υπερκινητικά αφρόψαρα πριν τα ορίσουμε.
Χρύσα Φωτοπούλου