Με ξεβαμμένες περούκες και ενέσιμα στόματα,
ανώνυμες καημένες με «δημοσιογραφικό» λόγο και προϋπηρεσία στα περίπτερα της κιτρινίλας και του τετράποδου κουτσομπολιού κάνουν επιφανειακό μακροβούτι σε θέματα, λένε, πολιτισμού. Και κάπου μεταξύ ρεπορτάζ και συμπερασμάτων, αν τύχει να αντιληφθείς την παράλληλη ύπαρξή τους, θες να σπάσεις την τηλεόραση και κάθε οθόνη που σε φέρνει αντιμέτωπο με ανθρωπάρια και κυριούλες αναλφάβητης κοπής. Την ίδια ώρα που μυξοκλαίνε για τον άτυχο νέο άνθρωπο που έχασε τη ζωή του, την ίδια ακριβώς ώρα ανασύρουν κομμάτια της προσωπικής του ζωής με μουσικό χαλί δακρύβρεχτο ποπ και κακότεχνες μελούρες . Κανιβαλίζουν για να «πιάσουν» και τον τελευταίο φιλοπερίεργο παθητικό καναπολάγνο. Χωρίς αυτόν δε ζουν. Και αμέσως μετά χώνουν τη μύτη τους και σε Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρους και Ιδρύματα και Στέγες ασκώντας υπαγορευμένη κριτική μ’ αυτή τη σαχλή φωνή της εγκληματικής ελαφρότητας. Αυτό είναι βία. Και υπάρχει αφειδώς παντού για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό. Κάψτε τηλεοράσεις, μουντζώστε ανεγκέφαλους, επιλέξτε το καλύτερο για να προχωρήσετε προς τα μπρος. Το σκουπιδαριό της εξουσίας, της νεόπλουτης κάστας και της ξεφτιλισμένης παρόλας πρέπει άμεσα να συγκεντρωθεί σε χωματερή απύθμενου βάθους.
Χρύσα Φωτοπούλου