Βλέπω την αφίσα και τρομάζω. Από όλες τις μπάντες μπαίνει βλοσυρότητα και «κλασική παιδεία». Ευγενία Μανωλίδου τη λένε και θα είναι «μαέστρα» σε ένα μιούζικαλ που θα βρει στέγη στο Μπάντμιντον τον Ιούνιο. «ΜUSICAL, Αγάπη μου!», ο τίτλος.
Ποιος μπορεί να αντέξει (από τους θεατές) στον ίδιο χώρο με μια γυναίκα που έχει μια κάμερα σαν δουλικό να την ακολουθεί στα σούρτα φέρτα της; Ποιος μπορεί να επωμιστεί -αρχές καλοκαιριού- την ανεπίκαιρη εμφάνιση μιας γυναίκας που έχει επιλέξει για συζυγικό «παρτενέρ» της ένα κακόφωνο, ακροδεξιό ανδρείκελο;
Αυτή η «καλότυχη» καλλιτέχνιδα με τους στρωμένους δρόμους και με όλη αυτή μπουρζουαζία να της κρατάει τις ουρές απ’ τα χιλιομετρικά της τσίτια πρέπει σε καιρούς επιβίωσης να φάει πόρτα. Στην περίπτωσή της δεν εξετάζεις ξεχωριστά την προσωπική της ζωή. Όταν επιλέγεις «δίπλα σου» αυτή την εκκωφαντική τσιρίδα, αυτόν τον μισάνθρωπο, τον «δώθε και κείθε» δεν μπορείς να είσαι μέρος της «μουσικής αρμονίας», γιατί δεν ξέρεις από αρμονία.
Καμία γοητεία. Κανένας ρυθμός. Πώς άλλωστε να υπάρξει ρυθμός σε ανθρώπους που δεν συμπεριέλαβαν ποτέ στην σκέψη τους το παιδί που τρέχει σ’ ένα πάρκο με χώματα. Μόνο του. Το κορίτσι που κλαίει από αγωνία μετρώντας νούμερα. Τη μάνα που περιμένει το τέλος της φρίκης.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι εκτός. Γιατί δεν μπορούν να σταθούν με τίποτα στο ίδιο ύψος με τον θεόρατο, απλό ονειροπόλο. Ούτε καν η κυρία αυτή με τα ακριβοθώρητα ψηλοτάκουνά της. Κάθε ώρα. Κάθε εποχή.