Με αφορμή τις κακοφωνίες
που ματώνουν τα αυτιά μου και τις φριχτές παρερμηνείες που στοιχίζουν «ζωές». Από όσους γράφουν ποιήματα αγαπιέται όποιος έχει τις κεραίες του μέρα νύχτα σε επαγρύπνηση. Από όσους γράφουν μουσική αγαπιέται- με αγάπη διαχρονική- αυτός που κάνει την εμπειρία κοινό τόπο με σεβασμό και ανάγκη για πανανθρώπινη συνάντηση. Από όσους κάνουν θέατρο, αγαπιέται αυτός που θα επιλέξει τον δύσκολο δρόμο. Με τις απώλειες, τις θυσίες και τη διαρκή άρνηση της ματαιότητας. Κανένας αγαπημένος στα χρόνια που πέρασαν δεν υπήρξε φειδωλός στην προσπάθεια, δεν υπήρξε με κέντρο το εγώ του, δε δίστασε το μέγεθος της ωμής αλήθειας να το κάνει ποίηση, τραγούδι, ερμηνεία. Η αντιδιαστολή είναι αυτονόητη. Δε θα την καταγράψω με αναφορές και παραδείγματα. Το έχουμε ή προσπαθούμε να το χωνέψουμε πως όποιος αποφασίσει να δράσει χωρίς την σκέψη του κέντρου του να διαπερνάει παρόν και μέλλον έχει πιθανότητες να κάνει κάτι της προκοπής. Παρατηρώ ανθρώπους. Και ανθρώπους που πασχίζουν με κάμποσο θόρυβο να εκβιάσουν ένα βλέμμα. Άνθρωποι που έχουν καταπιεί βιβλία και δίσκους και αυτοαποκαλούνται «πολύπλευροι». Δεν κινήθηκαν ποτέ με πραγματική ακοή για το τι συμβαίνει γύρω τους. Τους καταβροχθίζει ο εαυτός τους. Έβλεπα χθες μια εκπομπή για τον Τάσο Λειβαδίτη. Μιλούσε σιγά και λίγο. Και κάπνιζε. Αν ήταν κάτι άλλο, δε θα ανέφερα το όνομά του σ’ αυτή την κατακλείδα.
Χρύσα Φωτοπούλου