Μ’ αρέσει που τις τελευταίες μέρες
λέγονται τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Που λέμε «σκυλάδικο», «εκπομπές της φραπελιάς», κιτς, «σκουπίδι». Και μ’ αρέσει ακόμη περισσότερο που οι εκφραστές των παραπάνω και οι οπαδοί τους διαλέγουν τη σημαντική στιγμή να είναι απόντες. Όχι για να μείνουν οι επίλεκτοι που ιδέα δεν έχουν από γαβγίσματα, ελαφρότητα και επιφανειακή κρούστα. Από αδυναμία. Δε μπορεί να επωμιστεί κανένα βάρος ο πανάλαφρος κύριος της μισής νοτίτσας, ή η κυρία του μεσημεριανού τηλεοπτικού περάσματος, ή η «συγγραφέας» του διακονιάρικου παραμυθιού. Στο ξεσκαρτάρισμα πάντα διαφαινόταν πόσο άχρηστο βάρος είναι αυτός που δεν εξημερώθηκε διαβάζοντας τις σελίδες ενός οικουμενικού ποιητή, ακούγοντας τις μελωδίες ενός ευφυή μουσικού, βλέποντας κάτι που ξεπερνούσε σε ομορφιά την ίδια τη ζωή.
Αυτός που δεν έκανε τίποτα από τα παραπάνω είναι ο αυτόματος εχθρός. Είναι μαζί με αυτούς που κλωτσούν μετανάστες στην Κυψέλη, μαζί με αυτούς που τοποθετούν λουκέτα σε θέατρα, σχολεία, δημόσια τηλεόραση. Είναι μαζί με αυτούς που πείθονται χωρίς να ζητούν διευκρινίσεις. Χωρίς να γνωρίζουν το μέγεθος του φανατισμού και ταυτόχρονα της απουσίας τους από την ίδια τη ζωή.