Συνέχεια της προχθεσινής μου γκρίνιας,
της ηχηρής εκεί στα στριμωγμένα καθίσματα του θεάτρου.
Όταν αφοσιώνομαι σε κάτι θέλω ησυχία. Όπως όλοι. Κάθε ήχος με σκορπίζει, ακόμη και του γρύλου, δεν το συζητώ για του τζιτζικιού.
Χθες στην πρεμιέρα του Αγαμέμνονα τα έντομα έκατσαν σαν σωστοί κύριοι. Μόνο κάτι τζιτζίκια σκασμένα από τη ζέστη ούρλιαζαν.
Ένα μεγάλο κομμάτι των θεατών, αυτών που αγαπούν σαν και μένα τις πάνω πάνω θέσεις, γέμιζε τις σιωπές της παράστασης με ζουλήγματα μεταλλικών κουτιών, τσαλακώματα σακουλών, μασούλημα πατατακίων, ψου ψου που έφερνε γέλιο και υπόγειες συνομιλίες στο κινητό.
Εφιάλτης. Μίλησα δυο-τρεις φορές. Τις δυο ήρεμα, την τρίτη ήμουν ολοφάνερα συφοριασμένη. Με φοβήθηκαν, αλλά συνέχισαν.
Ποτέ δεν κατάλαβα την ελευθερία κάποιων ανθρώπων μέσα στο πλήθος και την απερισκεψία τους όταν δρουν σαν να είναι στο οικείο τους παρεάκι.
Συμβαίνει και αλλού αυτό ή είναι εγχώρια στάμπα στην εξελικτική πορεία του είδους;
Δεν μπόρεσα να συμμετέχω στην τελευταία αγαπημένη σκηνή. Γιατί η μαγεία γειώθηκε με ένα σχόλιο-αντίγραφο λαλίστατου πανελίστα.
Έσφιξα το χέρι της μαμάς μου και κατάπια το τελευταίο μου σάλιο.
Ας μην καθρεφτιζόμαστε με τα άνωθεν απολίτιστα στοιχειά! Κρίμα!
Χρύσα Φωτοπούλου