Μου περιέγραψε ένας φίλος μια εικόνα. Από αυτές που, όταν τις αντιλαμβάνεσαι, λες δεν μπορεί, δε γίνεται να συμβαίνει. Μετά ο άλλος σε ρωτάει πού ζεις και έπειτα βάζεις τελεία με μια απάντηση διφορούμενα "ποιητική" σαν αυτή που ακολουθεί. Σημείωση: Η εικόνα της περίγραφής είναι από τον κόσμο των ανθρώπων που κάποιες ώρες της ζωής τους είναι καλλιτέχνες και κάποιες άλλες ώρες ξεδοντιασμένα πτώματα. Γιατί τρώγονται ρε γαμώτο;
Ένας ψεύτης "αγαπάει" έναν άλλον ψεύτη και, όταν είναι ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί, βρίζονται. Η "μπροστινή αγάπη" πεθαίνει κάθε δευτερόλεπτο, το πίσω βρισίδι είναι σαν ηλεκτροφόρο σύρμα. Τσιμουδιά για λίγο. Σε παρακαλώ..
Όταν κάποιος έκανε "πουστιές" στα παιχνίδια, στα ακριβοδίκαια προαύλια των σχολείων, τον βρίζαμε. Μπροστά του. Στις απόλυτες ισορροπίες μόνο δωρικότητα. Ή μούγκα και αγκαλιά ή δυο λόγια και όχι αγκαλιά. Όχι πάντως και τα δυο μαζί. Για φλυαρία ούτε λόγος. Στην απότομη απώλεια της αθωότητας χάνεται και το μέτρο. Έτσι έλεγαν και μου έσπαγαν τα νεύρα. Κάποιοι αόριστοι χωρίς όνομα. Και ένα τεράστιο "πολύ" πιάνει τα δύο άκρα και τα κάτω έρχονται πάνω. Πόσο δίκιο είχαν οι αόριστοι. Ή καταδίκη ή αμβροσία και νέκταρ. Μπροστά μόνο νεκρικά χαμόγελα και αγκαλιές που πονάνε. Και πολλά επίθετα που αποδιοργανώνουν τα ουσιαστικά.
Ψευτιά στον κύβο. Εκεί που δεν πεθαίνουν άνθρωποι από υπερβολική δόση "Εγώ" υπάρχει πιθανότητα να ζήσεις.
Εκεί που η κάθαρση κρατάει λιγότερο από την ύβρη δεν υπόσχομαι τίποτα.
Μία παράγραφος εσπευσμένη γιατί πού και πού τρομάζω.