Βαρύς αχός ακούστηκε, πολλά ντουφέκια έπεσαν στο Μέγαρο Μουσικής, σ' συτή τη διαβόητη πλέον εκδήλωση για την "χρηματοδότηση της δημιουργικότητας". Μόνο που οι ντουφεκιές ήταν κούφιες και το μόνο που απόμεινε στον αέρα ήταν ο ατελείωτος καγχασμός.
Το κακό βλέπετε με τους ιθυνοντες του Υπουργείου Πολιτισμού και τους ευρωπαίους συνενόχους τους, είναι πως η ασχετοσύνη τους δεν αφορά μόνο τον πολιτισμό αλλά και τα οκονομικά του πολιτισμού. Έτσι μιλούν αορίστως για "ανταποδοτικότητα" και "προστιθέμενη αξία" και "ανταγωνισμό" και άλλα ηχηρά παρόμοια, χωρίς να ξέρουν πως εφαρμόζονται αυτοί οι όροι στο πεδίο του πολιτισμού. Χωρίς δηλαδή να καταλαβαίνουν το αυτονόητο: ότι ο πολιτισμός απαιτεί μακροπρόθεσμη επένδυση. Ο Παρθενώνας, ο Μότσαρτ και ο Μιχαήλ Άγγελος δεν έφεραν πίσω τα λεφτά τους εν μια νυκτί. Έφεραν όμως λάμψη και φήμη και με τον καιρό το πολυπόθητο το χρήμα που απαιτούν εν τη παλάμη και με τρόπο μαγικό οι τεχνοκράτες και οι λοιποί ανίδεοι. Ποιό σπάταλο κράτος όμως απ' αυτό που δεν δίνει δεκάρα για τις τέχνες και τα γράμματα δεν γίνεται να υπάρξει, γιατί άμα δεν πετάξεις πολλά λεφτά από το παράθυρο (με επίγνωση ότι κάποια θα χαθούν) δεν μπαίνουν από την πόρτα εκείνα τα λίγα που, σίγουρα, θα πολλαπλασιαστούν τόσο που θα υπερκαλύψουν την προσωρινή χασούρα. Αυτός είναι νόμος οικονομικός και όποια κοινωνία τον παραβιάζει αυτοκαταδικάζεται σε βαθιά φτώχεια. Αυτόν, τον θεμελιώδη για τα οικονομικά του πολιτισμού, νόμο παραβιαζουν οι ιθύνοντες και ανακυκλώνουν την ατελέσφορη συζήτηση για τον «κρατικοδίαιτο» πολιτισμό, τη φύρα που έχει το δημόσιο από τους άχρηστους τους καλλιτέχνες και τα λοιπά αντικοινωνικά στοιχεία που παριστάνουν τους συγγραφείς και τους διανοουμένους. Οπότε καίγοντας κατά σύστημα τα χλωρά μαζί με τα ξερά, απειλούν και πάλι ότι θα φέρουν τεχνοκράτες να βάλουν τάξη στα οικονομικά των δημόσιων πολιτιστικών οργανισμών — των ελαχίστων που απόμειναν δηλαδή.
ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΙ ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ -ΜΠΑΚΑΛΗΔΕΣ..
Και η προπαγάνδα του τρόμου έχει φαιδρά αποτελέσματα γιατί βλέπω με λύπη διευθυντές κρατικών σκηνών που ξεκίνησαν κάποτε με άλλα όνειρα να έχουν γονατίσει. Κι αντί να ασχολούνται με το έργο το πνευματικό που τους ανέθεσε η Πολιτεία, μιλάνε σαν περιδεείς μπακάληδες για έσοδα και έξοδα, μουτζουρώνουν προϋπολογισμούς και λογαριάζουν ελλείμματα ή πλεονάσματα λογιστικών βιβλίων. Δεν σκέφτονται, οι καημένοι, ούτε καν με ορίζοντα τριετίας αλλά πάνε με τη σαιζόν κι ακόμα χειρότερα με το τρίμηνο! Η δουλειά τους όμως δεν είναι να μετράνε τα δίφραγκα — αυτό όντως είναι χρήσιμο και μπορεί να ανατεθεί σε αρμόδιους λογιστές— αλλά να προσδιορίσουν στόχους και αξίες πολιτισμικές, να προσδώσουν εντελή μορφή στο αίτημα του ανθρώπου για την επανένωση αλήθειας κι ομορφιάς.
Έργο ενός καλλιτεχνικού διευθυντή δεν είναι να συνθέτει με κοπτοραπτική της αρπαχτής, ένα ρεπερτόριο που θα κάνει ταμείο εδώ και τώρα, αλλά να φέρει στη σηνή έργα που αξίζουν να παιχτούν. Κι αν πράγματι αξίζουν, οι θεατές θα τα πάρουν είδηση και θα τα δουν και η αξία τους θα μεταφραστεί σε τιμή και σε πλεόνασμα ταμειακό. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η μετάφραση δεν γίνεται αυτόματα. Μα κάθε γεωργός που βάζει λίπασμα στο δέντρο του το ξέρει, γι αυτό δεν προσδοκά να πάρει πίσω, αμέσως, λίπασμα αλλά ωραίους καρπούς.