Ο Παπαδιαμάντης στο "Όνειρο στο κύμα" φτιάχνει ένα πρωτότυπο αντιθετικό σχήμα ανάμεσα στον φυσικό άνθρωπο και τον πολιτισμένο άνθρωπο. Φυσικός αυτός που ζει στη φύση. Πολιτισμένος αυτός που ζει στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο πρώτος κοντά στο αρχέτυπο, ο δεύτερος ξένος μέσα σε ξένους. Μέχρι εκεί.
100 και βάλε χρόνια μετά, ο πολιτισμός είναι στο ενδιάμεσο του τίποτα, η μεγάλη πόλη πολύ κοντά στον ορισμό της δυσκολίας και οι άνθρωποι που τον υπηρετούν έρμαια της επιβίωσης. Δεν επιβιώνεις ούτε στο ζενίθ της δημιουργικής σου στιγμής. Κακά τα ψέματα. Το από κει και πριν όλων των ικανοτήτων είναι η κάλυψη των πρώτων και των δεύτερων αναγκών. Το φαγητό και η στέγη. Η αγωνία να κρατηθούν αυτά τα δύο ακέραια είναι πάνω από όλα. Δεν υπάρχεις αλλιώς. Είσαι ανυπόστατος. Η σημασία της σκέψης και της παραγωγής μικραίνει. Οι αριθμοί, τα μείον και τα συν. Πού να πας; Και γιατί να πας κάπου αλλού; Και πού αλλού;
Οι ρητορείες δεν έλυσαν ποτέ κανένα πρόβλημα και καμία πρόοδος δε σημειώθηκε, όταν την παραγωγική κοινότητα την παρέλυε η αβεβαιότητα, η φτώχεια και η κατατονία. Υδροκέφαλες πόλεις, χυδαία πολιτεία, διαβρωμένοι άνθρωποι μακριά από την αρμονία ψάχνουν να βρουν τον τρόπο. Ηθοποιοί, ζωγράφοι, σκηνοθέτες, τραγουδιστές, στιχουργοί, συγγραφείς, και και.. στην μπούκα του κανονιού ως άπειροι και περιττό βάρος. Πηγαινοέρχονται λυσσαλέα, απλήρωτοι, απελπισμένοι, θυμωμένοι, ονειροπόλοι, με πείσμα και οργή, με πίστη άλλοι, άλλοι χωρίς τίποτα. Μόνο με την σκέψη ότι κάποτε θα αλλάξει το κωλοτοπίο και θα μοιραστεί η αξία δίκαια. Κάποτε πίστευα ότι "σιγά, άμα υπάρχει θέληση". Όχι, της θέλησης προηγείται η ανάγκη. Της υγείας η επιβίωση. Της αξιοπρέπειας ο αγώνας.
Δεν περιμένω τίποτα από τα γουρούνια του καπιταλισμού, τους ηνίοχους της ξεφτίλας. Περιμένω μόνο από μας. Και περιμένω πιο πολύ τα μετά της πτώσης. Τότε που η πείνα θα χρησιμοποιείται μόνο μεταφορικά. Θα λέμε πεινάω ή διψάω για ζωή και θα γελάμε με την απληστία μας.