Το τέταρτο έργο του Θανάση Τριαρίδη που βρίσκει το δρόμο του για το θέατρο, το "Zyklon ή το Πεπρωμένο", σκηνοθετεί ο Γιάννης Παρασκευόπουλος στην Κεντρική Σκηνή του φιλόξενου Θεάτρου Αλκμήνη. Ο τίτλος παραπέμπει στο αέριο Zyklon B, υπεύθυνο για τη θανάτωση πολλών χιλιάδων κρατουμένων στο Άουσβιτς. Στην παράσταση δύο άνθρωποι συναντιούνται στο διεθνούς φήμης παιχνίδι roller coaster Zyklon και ετοιμάζονται να μπουν στη δίδυμη κάψουλά του, τηρώντας ένα βασικό όρο του παιχνιδιού, ότι δηλαδή δε θα ιδωθούν μέχρι το τέλος του. Ο εγκλεισμός τους όμως στον περιορισμένο χώρο του παιχνιδιού φέρνει μοιραία μια έντονη επικοινωνία μεταξύ τους, όπου επινοούν εαυτούς, κατασκευάζουν εικόνες και χαρακτήρες, θυμούνται στιγμιότυπα και μοιραία η κουβέντα έρχεται και στο θέμα του αερίου. Η ιστορία σιγά σιγά μπαίνει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων, τους αιχμαλωτίζει και μέσα από ένα ρομαντικό εφιάλτη, τους κάνει μέρος του Πεπρωμένου.
Το Ολοκαύτωμα άλλωστε και το πεπρωμένο είναι το δίπολο πάνω στο οποίο κινεί ο συγγραφέας τη δράση και τον προβληματισμό του. Συνεπές και με ροή τόσο στο λόγο, όσο και στα νοήματά του, σε κάποιες στιγμές γίνεται προβλέψιμο, πατώντας πάνω σε κάποια στερεοτυπικά στοιχεία της γραφής του συγγραφέα, αλλά γενικά πραγματεύεται πειστικά και με ασφάλεια το δύσκολο ούτως ή άλλως θέμα του.
Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος σκηνοθέτησε το εγχείρημα αυτό και η σκηνοθεσία του βασίστηκε έντονα στο παιχνίδι φωτός-σκοταδιού, αλλά και σε μια σειρά αντιθέσεων, όπως παρελθόν-παρόν, αλήθεια-ψέμα, φαντασία-πραγματικότητα. Στο πρώτο δεκάλεπτο ένιωσα μια σκηνοθετική αμηχανία, σα μια αναζήτηση της γραμμής πάνω στην οποία θα πατήσει η όλη παράσταση.
Μόλις αυτή βρέθηκε, το έργο απέκτησε ρυθμό, σκηνική ισορροπία και αρμονία στο συνδυασμό λόγου και κίνησης των ηθοποιών. Το πείραμα του πλήρους σκότους σε κάποιες σκηνές δε λειτούργησε αποτρεπτικά και κλειστοφοβικά για το θεατή, αλλά αντίθετα προώθησε την πλοκή, επενδύοντας πάνω στην ανθρώπινη ανάγκη των ηρώων για επικοινωνία. Ο πυκνός και καθαρός λόγος έδωσε ένα τόνο οικειότητας στο σκοτάδι και το αποενοχοποίησε. Μικρές σκηνές μιας εγγενούς φλυαρίας και απορρύθμισης υπήρξαν, αλλά οι στιγμές χαλάρωσης, έμειναν στιγμές και δεν επηρρέασαν ουσιαστικά το τέμπο της παράστασης. Οι στιγμές σκοταδιού και σιωπής, λειτούργησαν ώστε να θέσουν το θεατή σε μια κατάσταση αναμονής του επόμενου στιγμιοτύπου των δύο χαρακτήρων. Οι οποίοι δεν είχαν ονόματα (πέρα από Δ και Ω που αναφέρθηκαν στην αρχή του έργου), καθώς αυτά δεν έχουν καμμία σημασία, εστιάζοντας απλά σε έναν άντρα και μια γυναίκα και το πώς τα ατομικά σύμπαντα που δημιουργούν εμπλέκονται μεταξύ τους.
Ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς έπαιξε τον αντρικό χαρακτήρα του έργου. Με φωνή άκρως ραδιοφωνική, χρωματισμένη όπου έπρεπε, προσεκτικός στους τονισμούς του και με εξαιρετική άρθρωση ήταν απολαυστικός τόσο στο φως, όσο και στο σκοτάδι. Εξέλιξε το χαρακτήρα του χωρίς να βιάζεται, τον έκανε συμπαθή στο θεατή και χαριτωμένο, ενώ συνδύασε και καλά χορογραφημένη κίνηση με το λόγο. Πολύ προσεκτικά χτίστηκε και η χημεία των δύο ηθοποιών. Από την παγωμένη αρχή, σιγά σιγά περάσαμε σε μια πιο οικεία κατάσταση, για να προσεγγίσει στις ρομαντικές τους στιγμές ένα επίπεδο ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ τους. Η Ιωάννα Παγιατάκη στο γυναικείο ρόλο ξεκίνησε σαν γκρινιάρα μητέρα και με ανάγλυφη την αδιαφορία για τον άντρα του έργου και η μετάβασή της σε ένα χαρακτήρα άμεσο, απλό, σε πλήρη επικοινωνία με τον άντρα και σχεδόν ερωτεύσιμο υπήρξε βελούδινη. Σε άλλους φωνητικούς τόνους από το συμπρωταγωνιστή της, συντόνισε την κίνηση και την έκφρασή της με αυτόν, με αποτέλεσμα ένα απόλυτα λειτουργικό σκηνικά δίδυμο.
Το σκηνικό της Σοφίας Παπαδοπούλου λειτουργικό και ο σχεδιασμός του έδωσε βάθος στη σκηνή του Αλκμήνη και δημιούργησε διάφορα επίπεδα, με κέντρο τη δίδυμη κάψουλα. Η μουσική του Μάνου Μυλωνάκη συνόδεψε την παράσταση, ακριβώς όσο χρειαζόταν, χωρίς να γίνει στιγμή κουραστική.
Συμπερασματικά, μια παράσταση, φρέσκια, δυνατή, με νέα παιδιά και με μια οπτική που έχει άποψη. Η αρχική αμηχανία ξεπεράστηκε άμεσα, μια κάποια φλυαρία σε κάποια σημεία του κειμένου και τα μικρά προβλήματα ροής δεν επηρρέασαν το άρτιο τελικό αποτέλεσμα. Μια παράσταση θεατρικής τέρψης, αλλά και κοινωνικού προβληματισμού.
Δευτέρα 20 Απριλίου 2015