Η νύχτα των ζωντανών νεκρών
«Η Αγία Ιωάννα των Σφαγείων»
του Μπέρτολτ Μπρεχτ, στο θέατρο Ακροπόλ, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη
Η Ιωάννα των Σφαγείων θέλει να μάθει την απάντηση στο δυσκολότερο ερώτημα όλων των εποχών: Γιατί οι φτωχοί είναι φτωχοί; Με όλη την αλαζονική βεβαιότητα ενός αθώου, άπειρου ανθρώπου που δεν έχει πεινάσει ποτέ, κατηγορεί τους εργάτες συγκεντρωμένους έξω από τα κλειστά σφαγεία: Είστε φτωχοί «όχι επειδή δεν είστε ευλογημένοι με επίγεια αγαθά αλλά επειδή δεν έχετε την αίσθηση του υψηλού».
Μέλος της θρησκευτικής οργάνωσης Μαύρα Καπέλα, η Ιωάννα τούς προσφέρει τη λύση: «Πιστεύετε ότι δεν υπάρχει τίποτα γλυκύτερο από τη σαντιγί. Ε, λοιπόν, ο λόγος του Θεού είναι ακόμη πιο γλυκός». Το κήρυγμά της όμως πέφτει στο κενό. Οι εργάτες δεν πείθονται, ανησυχούν γα τις δουλειές τους και η Ιωάννα, επιμένοντας να ρίξει φως στο μυστήριο της δυστυχίας τους, αποφασίζει να επισκεφθεί τον βασιλιά του κρέατος Πιερπόντ Μάουλερ. «Οι φτωχοί είναι κακοί», γι' αυτό υποφέρουν, θα της πει ο Μάουλερ και θα της δείξει ανθρώπους εξαθλιωμένους να πουλάνε την ψυχή τους μόνο και μόνο για ένα πιάτο σούπα ή ένα ζεστό πανωφόρι. Εκείνη δεν θα πτοηθεί. Θα εγκαταλείψει τα Μαύρα Καπέλα, απογοητευμένη από τη φιλοχρήματη πολιτική τους, και θα κατεβεί με τους ανέργους να διαδηλώσει έξω από τα κλειστά σφαγεία, μέσα στην παγωνιά, χωρίς ίχνος τροφής. Αλλά δεν θα καταφέρει τελικά τίποτε. Το σύστημα θα καταρρεύσει και εν ριπή οφθαλμού θα αναστηθεί - αφού περικόψει χιλιάδες θέσεις εργασίας και μισθούς -, θα την αναβαθμίσει σε Αγία και θα τη δοξάσει για να αποδείξει τον φιλάνθρωπο χαρακτήρα του.
«Η Αγία Ιωάννα των Σφαγείων» συνιστά ένα από τα λιγότερο γνωστά και περισσότερο απαιτητικά στη σκηνική παρουσίασή τους έργα του Μπρεχτ. Γιατί, πράγματι, πώς να στήσεις μια παράσταση με ήρωες βιομηχάνους, κτηνοτρόφους, χονδρεμπόρους και χρηματιστές, βόδια και γουρούνια; Αξίζει όμως τον κόπο να μπεις σε αυτή τη διαδικασία - οι κεντρικοί ήρωες είναι τόσο ζωντανοί και η σύγκρουση των τάξεων τόσο φλέγουσα - όπως έκανε ο σκηνοθέτης Νίκος Μαστοράκης. Το αποτέλεσμα δυστυχώς δεν δικαίωσε τις προθέσεις του.
Το πρώτο πράγμα που χτυπάει σαν καμτσίκι τον θεατή είναι η κακή, ξεπερασμένη αισθητική του εγχειρήματος. Λευκό μακιγιάζ με πολύχρωμες πινελιές για τους πλουσίους, κάνει μερικούς από αυτούς να θυμίζουν το «Cats» του Γουέμπερ, ενώ τα λαμέ εκρού κοστούμια των βιομηχάνων δεν αρκούν για να στοιχειοθετήσουν γλοιώδεις χαρακτήρες καθώς δεν συνδυάζονται με μια γενικότερη προσέγγιση (σωματότυπου, συμπεριφοράς, εκφοράς λόγου κ.ο.κ.). Οι φτωχοί, από την άλλη, παρουσιάζονται σαν απόγονοι ηρώων του Ρομέρο («Η νύχτα των ζωντανών νεκρών»), άνθρωποι-ζόμπι χωρίς σπονδυλική στήλη, καμπούρηδες, σακάτηδες, ένα ασαφές μπουλούκι με κινήσεις που αποθεώνουν την κυριολεξία (εργάτες στα σφαγεία = κόβω κρέας με το χέρι). Στην ίδια «αμαρτία» υποκύπτουν και τα βίντεο που προβάλλονται σε μια μικρή, μίζερη οθόνη και παρουσιάζουν εικόνες από τον πάγκο του χασάπη, μηχανές του κιμά ή ενίοτε έναν σταυρό να αναβοσβήνει μέσα στις σπάλες. Ανεκδιήγητα τα δελτία ειδήσεων, εντυπωσιάζουν με την προχειρότητα και την έλλειψη χιούμορ τους.
Οσον αφορά τους ηθοποιούς, αυτοί ταξιδεύουν σε διαφορετικές υποκριτικές συχνότητες ο καθένας προκαλώντας επιπρόσθετο κομφούζιο: στην ίδια σκηνή, π.χ., εμφανίζεται ο άνεργος-καρικατούρα για να τον ακολουθήσει αμέσως μετά η χήρα που οδύρεται ρεαλιστικά. Το τσιράκι του Μάουλερ (Μιχάλης Οικονόμου) μπορεί να είναι συμπαθής αλλά στερείται πάσης φύσεως υφολογικής σύνδεσης με το αφεντικό του, τον Αιμίλιο Χειλάκη, με τον οποίο λειτουργούν συνήθως ως ντουέτο. Καθισμένος σε μια υπερυψωμένη πολυθρόνα ο τελευταίος επιλέγει εύστοχα να αποδώσει τον ήρωά του σε στυλ Μεσοπολέμου και βωβού σινεμά πλάθοντας έναν Μάουλερ απολαυστικό, με καθαρές εναλλαγές (από το αδίστακτο στο συναισθηματικό) και ωραία περιγράμματα - το μοναδικό φωτεινό σημείο της παράστασης. Αντιθέτως, η Βίκυ Βολιώτη δεν παίρνει καμία θέση απέναντι στην ηρωίδα της. Ο λόγος της ρέει μονοκόμματος, ακατέργαστος, φθάνει σπασμωδικά στην αντίληψή μας, τα νοήματά του δεν αναδεικνύονται και εμείς δεν καταφέρνουμε ποτέ να δούμε «μέσα»της, να καταλάβουμε ποια είναι.
Τέλος, η παράσταση αποφεύγει να απαντήσει σε καίρια ζητήματα που αφορούν τη σύνδεση του έργου με το σήμερα: τα Μαύρα Καπέλα μένουν μετέωρα ως προς την ταυτότητά τους σε μια Ελλάδα όπου οι θρησκευτικές οργανώσεις δεν έχουν τίποτε από την ισχυρή παρουσία των αντίστοιχων αμερικανικών.
Αρκουμανέα Λουίζα