Ο Εμμανουήλ Ροΐδης είναι μια μεγάλη, παρεξηγημένη μορφή των ελληνικών γραμμάτων. Η «Πάπισσα Ιωάννα», γραμμένη το 1866, σήκωσε θύελλα διαμαρτυριών και αφορίστηκε από την Εκκλησία.
Υποτίθεται ότι προσέβαλε το θρησκευτικό αίσθημα των Ελλήνων. Οι πραγματικοί λόγοι ήσαν άλλοι. Αν πρόσβαλε κάτι, αυτό ήταν η «επίσημη» ιδεολογία επάνω στην οποία «στήθηκε», το νεότερο ελληνικό κράτος. Με πλήρη παραγνώριση της γυναίκας, η οποία πάλεψε ισότιμα με τον άνδρα σε όλον τον αγώνα, πληρώνοντας εκείνη το βαρύτερο τίμημα. (Χρόνια μετά το Μεσολόγγι, Γάλλος διπλωμάτης βλέπει να πουλούν ακόμη στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου αιχμάλωτες Ελληνίδες... το σημειώνει, απλώς, στο ημερολόγιό του και προσπερνά).
Καθώς η Ευρώπη παρακολουθούσε απαθής να μας πυρπολούν και να μας καίνε επί οκτώ χρόνια, δίχως να κουνάει το δαχτυλάκι της. Αυτό κι αν ήταν ολοκαύτωμα!
Έστερξε η «πολιτισμένη» Ευρώπη να παρέμβει στο Ναυαρίνο μόνον όταν φοβήθηκε ότι θα έχανε τα χρήματα που είχε δανείσει με υπέρογκο τόκο στο αγωνιζόμενο έθνος των Ελλήνων. (Βλέπε, επάνω σε αυτό, την πλήρως τεκμηριωμένη, παρασιωπούμενη μελέτη του Τάσου Λιγνάδη: "Το πρώτον δάνειον της ανεξαρτησίας"). Για τη συμβολή της Ελληνίδας στον αγώνα, για το απίστευτο πνεύμα αυτοθυσίας της, αρκεί να παραπέμψω στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού.
Αυτή ήταν η πραγματική αιτία για την οποία ο Ροΐδης έγραψε το μνημειώδες έργο του. Η μητέρα του, Κορνηλία, σε ηλικία επτά χρόνων, στην καταστροφή της Χίου, πιάστηκε αιχμάλωτη και πουλήθηκε σκλάβα. Υπήρξε απλώς πιο τυχερή, αναγνωρίστηκε τυχαία από κάποιον συγγενή και εξαγοράστηκε, για να εξελιχθεί σε μια χαρισματική, πλην ακυρωτική όσων ζούσαν κάτω από τη σκιά της, ισχυρή και «ανδρόβουλη» προσωπικότητα.
Ο Δημήτρης Μαυρίκιος είδε σωστά το πράγμα, «οσφράνθηκε» την αληθινή ιστορία πίσω απ' την ιστορία, έσκυψε επάνω από βιβλία, χάρτες και αρχεία, μελέτησε, έγραψε επάνω στο έργο του Ροΐδη, χωρίς να το προδώσει, ένα εντελές καινούργιο έργο, δικό του. Με κρυφή πρωταγωνίστρια τη μητέρα του Ροΐδη, Κορνηλία, έως τον μοναδικό «έρωτα» του μονήρους άρρενος τέκνου της. Αυτή η βάσιμη ψυχαναλυτική ερμηνεία, στη φετινή, ολοκληρωμένη παράσταση του έργου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, σε σκηνοθεσία του ίδιου, με κίνηση - χορογραφίες της Αποστολίας Παπαδαμάκη, μοιάζει, πράγματι, σαν να βρήκε τον ιδανικό της χώρο στις αποθήκες του παλιού εργοστασίου της οδού Πειραιώς.
Το αφηγηματικό κομμάτι «περνά» σε αυτήν ως μακρινή οπτασία στο βάθος ενός θαμπού από τις πολλές ανθρώπινες ανάσες καθρέφτη. Ενώ προβάλλονται στην επιφάνεια ως «δαχτυλιές» τα δραματικά επεισόδια. Οι διάλογοι δίνονται σε ύφος «ραγισμένου» ρεαλισμού και οι ομαδικές εικόνες εισάγονται ως έκτακτα ποιητικά κινηματογραφικά πλάνα. Ένα οπτικό πανόραμα και μια πραγματική απόλαυση αισθητική, παράσταση συνόλου, αλλά με δεσπόζουσα μορφή το δίδυμο πρόσωπο - προσωπείο της Ιωάννας - Κορνηλίας.
Η Γιούλικα Σκαφιδά, ως Ιωάννα, δίνει θαυμαστά, με λογική και ευαισθησία, ένα πλάσμα ολοζώντανο, παλλόμενο στην ακέραιη, σαρκική του υπόσταση. Η Ράνια Οικονομίδου (Κορνηλία) κρατά αποτελεσματικά τον «ίσο» γινόμενη ο επικός αντιφωνητής μιας αιμορραγούσας μνήμης. Τα τελευταία της όμως λόγια, («γιατί να μη με είχαν αφήσει σκλάβα!») τα εκφέρει «παπαδιαμαντικά», με συναίσθημα («ω, ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!»), και αυτό, ας μου επιτραπεί, είναι εκτός προδιαγραφών.
Δεν διαθέτουν νοσταλγία τα λόγια της, είναι, απλώς, διαπιστωτικά της παροντικής κατάστασης. Λέγονται, ίσως, με σήκωμα ώμων, με αναποδογύρισμα στο πιατάκι της κούπας του καφέ από μια κουρασμένη γυναίκα, κάπως έτσι. Παρακαλείται ο σκηνοθέτης να το προσέξει. Όλα τα 'χαμε, μόνο η «μεταμοντέρνα» νοσταλγία της Τουρκοκρατίας μας έχει λείψει!
Ο Αλέξανδρος Βάρθης ως Ροΐδης και ως εραστής Φρουμέντιος ισορροπεί με τέχνη τα αντίθετα. Οι Αντίνοος Αλμπάνης, Μανώλης Δούνιας, Δημήτρης Ντάσκος, Γιάννης Φλουράκης ξεχωρίζουν, «βραχεία κεφαλή», από τον υπόλοιπο θίασο (Σπύρος Ανδρεόπουλος, Κωνσταντίνος Μουταφτσής, Εύα Οικονόμου, Στέφανος Παπατρέχας, Άννα Παππά και η μικρή Αλίκη Αγγελοπούλου). Ο Νίκος Καραθάνος «κλέβει» το ένθετο βίντεο. Τα διαχρονικά σκηνικά είναι του Δημήτρη Πολυχρονιάδη, τα κοστούμια της Εύας Νάθενα, οι μουσικές του Στάθη Σκουρόπουλου, φωτίζει ο Λευτέρης Παυλόπουλος.
Πολενάκης Λέανδρος
Η ΑΥΓΗ