Οι «Ευμενίδες» του Αισχύλου είναι το τρίτο έργο της «Ορέστειας», της μοναδικής δηλαδή σωζόμενης αρχαίας τριλογίας. Η τραγωδία επικεντρώνεται στη δίκη του μητροκτόνου Ορέστη, με τις φοβερές και τρομερές Ερινύες να εμφανίζονται στο αντίπαλο στρατόπεδο. Παρά το χαρακτηρισμό τους ως Ευμενίδες, δε σταματούν ποτέ να καταδιώκουν κάθε σκέψη του Ορέστη και επιθυμούν την πάση θυσία τιμωρία του.
Η Στεφανία Γουλιώτη επέλεξε να ανεβάσει τις «Ευμενίδες» στο Φεστιβάλ Αθηνών, χαρακτηρίζοντας το έργο του Αισχύλου παραμελημένο και πολύπαθο. Και πράγματι υπάρχει μια φρεσκάδα που διακατέχει την εν λόγω τραγωδία. Ίσως επειδή διαθέτει ένα ξεκάθαρο ψυχαναλυτικό υπόβαθρο που τη φέρνει πιο εύκολα στο σήμερα, ίσως απλά γιατί δεν είναι πολυπαιγμένη, το σίγουρο είναι ότι μας κεντρίζει το ενδιαφέρον και μας εξάπτει την περιέργεια να την παρακολουθήσουμε επί σκηνής.
Η παράσταση δε διαθέτει ιδιαίτερες σκηνοθετικές φιλοδοξίες και αυτή είναι η μεγαλύτερη φιλοδοξία της. Η Στεφανία Γουλιώτη βρίσκεται μόνη της επί σκηνής, ερμηνεύοντας όλους τους ρόλους, σε έναν παραληρηματικό μονόλογο που διαλογίζεται με το κοινό. Η έμφαση δίνεται στις φωνές ενοχών, ανασφάλειας και φόβων του Ορέστη. Υπάρχει μια εσωτερίκευση των Ερινυών/Ευμενίδων, η οποία ταιριάζει με τις ανάγκες της σκηνικής επιλογής. Η Γουλιώτη στέκεται από την αρχή μέχρι το τέλος ατάραχη στο ίδιο σημείο σε ένα γυμνό και ουδέτερο χώρο, με μόνα μέσα το πρόσωπό της και τη φωνή της. Και με αρκετές δόσεις πειραματισμού, αποδεικνύει γιατί θεωρείται μια από τις κορυφαίες ηθοποιούς της γενιάς της.
Εξέχοντα ρόλο στην παράσταση διαδραματίζει το κομμάτι της τεχνολογίας. Απέναντι στη Στεφανία Γουλιώτη βρίσκεται μια κάμερα και ένας προτζέκτορας που στην πορεία -με τη συνδρομή του video artist Dorijan Kolundžija- αρχίζει και σχηματίζει διάφορα τρισδιάστατα προσωπεία πάνω στο πρόσωπό της. Έτσι, όχι μόνο γίνεται σαφές το έργο και διακριτοί οι ρόλοι του, μα δημιουργείται και μια υποβλητική ατμόσφαιρα, σε συνδυασμό και με τους φωτισμούς του Δημήτρη Κασιμάτη και το ηχητικό πλαίσιο του Δημήτρη Καμαρωτού.
Όποιοι ενδοιασμοί υπήρχαν σχετικά με το αν η συγκεκριμένη παράσταση είναι ένα τεχνολογικό τρικ, διαλύονται ήδη από πολύ νωρίς. Η αποφασιστική, καθαρή και γεμάτη μουσικότητα εκφορά της Γουλιώτη δε σου αφήνει διαφορετική επιλογή. Η μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο χρωματίζει με τη φωνή της η ηθοποιός. Είναι μετρημένη, ξέρει ακριβώς πότε πρέπει να αλλάξει τόνο και ενσαρκώνει όλους τους χαρακτήρες λες και επιλέχθηκε από κάποια ανώτερη οντότητα ώστε να αποτελέσει τον κοινωνό των «Ευμενίδων» στο κοινό. Με αυτό τον τρόπο καταφέρνει να αποκρούσει και τις κατηγορίες για εκμαυλισμό της θεατρικής πράξης δια μέσω της τεχνολογίας. Εδώ η χρήση της τεχνολογίας έρχεται και δένει με την αρχαία τραγωδία και εν τέλει την εξυψώνει.
Μια ανακουφιστική αρμονία διατρέχει το πείραμα που στέκεται στο ύψος των προσδοκιών που δημιούργησαν πρόωρο sold out. Δεν υπάρχει ούτε μια παραφωνία και παρά τις ταπεινές καταβολές, το κοινό μεταφέρθηκε σε μια διαφορετική ψυχαναλυτική διάσταση και ήρθε αντιμέτωπο με τις δικές του Ερινύες, πήρε μια αμυδρή γεύση από το θέατρο που έρχεται. Και για αυτούς τους λόγους το χειροκρότημα ήταν θερμό. Η Στεφανία Γουλιώτη κατάφερε να χωρέσει μέσα της μια ολόκληρη Επίδαυρο.
Γιάννης Μόσχος
clickatlife.gr