Η σκεπτόμενη, στοχαστική ποίηση της Μαρίας Λαϊνά ξεκινά από την πεποίθηση ότι ζωή και θάνατος
είναι το εν που λέγεται πολλαχώς. Μια κρυμμένη ενότητα που αποκαλύπτεται μόλις κατορθώσουμε να υπερβούμε τον κατακερματισμό της φύσης σε μορφές ή το απατηλό φαίνεσθαι των κλειστών οριζόντων ενός βίου που δεν έγινε μελέτη θανάτου. Για να ανοιχτούμε κατόπιν, έτοιμοι, στο μέγα πέλαγος της συμπαντικής συνείδησης και του αδιαίρετου είναι.
Σκηνή του δράματος είναι πάντα το εσωτερικό μιας κάμερας, όπου το ελάχιστο φως μέσα από μια στενή σχισμή προβάλλει ανεστραμμένα τα είδωλα του πραγματικού κόσμου. Κάτι σαν το πλατωνικό σπήλαιον ή σαν ένα θέατρο σκιών της άρρωστης από «πολιτισμό», χωρισμένης από τη φύση ψυχής του ανθρώπου σήμερα, που δεν βλέπει τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό της σαν μέσα σε θολό καθρέφτη. Έτσι, όλες οι προσπάθειες της νεότερης φιλοσοφίας να υπερβεί τον χωρισμό του ανθρώπου από τη φύση όχι μόνο απέτυχαν, αλλά γέννησαν φρικαλέους ολοκληρωτισμούς, επειδή επιχείρησαν το σβήσιμο, με τη βία, της ατομικής συνείδησης και το «χώνεμά» της μέσα σε μια απροσδιόριστη, νεφελώδη συλλογικότητα. Δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε εδώ τη νιτσεϊκή σύλληψη «μιας φύσης που ολοφύρεται για τον κατακερματισμό της σε ατομικές συνειδήσεις και πασχίζει με κάθε τρόπο να ξανακερδίσει το χαμένο της όλον». Μια πρόταση που ξεκινά το φαινόμενο της σύγχρονης γλώσσας, η οποία χωρίζει το υποκείμενο από το αντικείμενο, διαιρεί επ’ άπειρον τον χρόνο, καταχράται τα πάθη των ρημάτων και εισάγει την έννοια του οριστικά πεπερασμένου, δηλαδή του θανάτου. Για να κυριεύσει ο θάνατος εξ ολοκλήρου το σώμα και την ψυχή του ανθρώπου. Να ήταν, άραγε, έτσι τα πράγματα από την αρχή;
Όχι, πριν η φυσική μας γλώσσα χάσει την αθωότητά της, για να κλειστεί σε μια συντεταγμένη, εργαστηριακή φόρμα, να γίνει χρηστικό εργαλείο επικοινωνίας και όργανο άσκησης εξουσίας. Επειδή προικίζει τον εαυτό της με το δικαίωμα να αποφαίνεται κυριαρχικά τι είναι και τι δεν είναι, τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει. Να καθορίζει αυθαίρετα τι είμαστε και τι δεν είμαστε. Τι είμαστε όμως, όντως; Σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα δεν έχουν δώσει απάντηση μέχρι τώρα οι γλώσσες - γέφυρες που ο βιαστικός πολιτισμός μας φτιάχνει ολημερίς και χαλά. Η σκεπτόμενη, στοχαστική δραματική ποίηση της Λαϊνά κλείνει αποφασιστικά το χάσμα της δυτικής μεταφυσικής. Προτείνει την ενότητα φιλοσοφίας και τέχνης, υπερασπίζεται την αθωότητα της γλώσσας και ακυρώνει τον χωρισμό του ανθρώπου από τη φύση, χωρίς να αρνείται την ανοικτότητα του είναι στον κόσμο και την εγρήγορη συνείδηση.
Στο τελευταίο της έργο με τον τίτλο Το νόημα, κάνει ακόμη ένα αποφασιστικό βήμα προς την ίδια κατεύθυνση, δίνοντας προτεραιότητα στο νόημα απέναντι στην ύπαρξη του ανθρώπου: «Είμαστε εκείνο που μπορούμε να γίνουμε », μας λέει. «Ναι, η ζωή έχει νόημα», μας διαβεβαιώνει με τον ζεστό της λόγο.
Η παράσταση - περφόρμανς στο Θέατρο «Δήλος», σε σκηνοθεσία της Γεωργίας Μαυραγάνη, κίνηση της Νικολέττας Ξεναρίου, με την ανεξάντλητη Δήμητρα Χατούπη στον κεντρικό ρόλο και με μια συμπαγή, δεμένη ομάδα τελειόφοιτων της ομώνυμης Δραματικής Σχολής είναι μια λαμπερή, ανοικτή στον οπτικό κ.λπ. αιφνιδιασμό, διόλου κατηφής δουλειά, σαν ένας αντίλογος στις ζοφερές μας μέρες. Δίνει το έργο ως υπερρεαλιστική, υπερβατική, ονειρική φαντασμαγορία, με τραγούδι, μιμική, μουσική, χορό, με πλούσια σκηνικά - κοστούμια του Μάριου Ράμμου, με φωτισμούς του Βασίλη Καραργύρη. Κάτι σαν ξέφρενο όνειρο μιας σαιξπηρικής κωμωδίας... που έχασε τον δρόμο και βρέθηκε έκπληκτη στην επίσημη, αγέλαστη σοβαροφανή εποχή μας. Για να της χαρίσει κάτι από τη χαμένη δροσιά και χάρη του κόσμου, τότε που ήταν ακόμη νέος.
«Τιτάνια» και «Ιππολύτη» μαζί, «βασίλισσα των ξωτικών και Ρήγισσα», η Δήμητρα Χατούπη «δίνει ρέστα», ενώ δίπλα της οργιάζει διονυσιακά, σαν τη ζωή που ξεχειλίζει, ένας ισάξιος νεανικός χορός αγοριών και κοριτσιών (Γιούλη Αθουσάκη, Αιμίλιος Αλεξανδρής, Περσεφόνη Γεραγγέλου, Δέσποινα Γεωργοσοπούλου, Μαρένια Καραγιάννη, Μιχάλης Κασιμάτης, Μαντώ Κεραμυδά). Ένα αναστάσιμο πανηγύρι με το νόημα της ζωής πρώτο, να σέρνει τον χορό.
Πολενάκης Λ.