Εννέα ηθοποιοί και ένα τεράστιο, μακρόστενο τραπέζι.
Πάνω στο τραπέζι δεκαεννέα βιβλία, όλα παλιά, ξεφτισμένα στις ράχες, ένας παλιομοδίτικος ανεμιστήρας μικρού μεγέθους, ένα μικρόφωνο και ένας προτζέκτορας - αυτά σύγχρονης τεχνολογίας. Μια μικρή γυάλινη προθήκη περιθάλπει μερικά αντικείμενα (έναν δίσκο, εφημερίδες, επιστολές). Πάνω από το τραπέζι μια μακριά σειρά λάμπες φθορίου. Και πίσω από το τραπέζι ένας χάρτης με τη συμβολή κάποιων δρόμων και τις λέξεις «θύτης» - «χτύπημα» - «θύμα» να οριοθετούν το τρίγωνο του θανάτου.
Πόσα αντικείμενα, πόσες ερμηνείες, πόση προσπάθεια και πόση ευαισθησία χρειάζεται για να αφηγηθείς θεατρικά μια τραγική ιστορία από το παρελθόν, μια ιστορία που σημάδεψε τη συλλογική μνήμη της πατρίδας σου; «Οι νεκροί δεν μιλούν. Οι νεκροί δεν ξέρουν πώς φτιάχνεται η Ιστορία. Με το αίμα τους την ποτίζουν και δεν μαθαίνουν ποτέ τι ακολούθησε τον θάνατό τους» γράφει ο Βασιλικός. Οπως ακριβώς στην περίπτωση του Γρηγόρη Λαμπράκη. Ο γιατρός και βουλευτής της Αριστεράς που δολοφονήθηκε στις 22 Μαΐου 1963 στη Θεσσαλονίκη δεν έμαθε ποτέ για το κύμα θλίψης και αγωνίας που χτύπησε αιφνίδια και καταλυτικά όλους όσοι είχαν θαυμάσει αυτόν τον ανθρωπιστή και οραματιστή, υπέρμαχο της ειρήνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν έμαθε ποτέ για τις έρευνες που ακολούθησαν τη δολοφονία του, τις προσπάθειες συγκάλυψης των ηθικών αυτουργών, την τιτάνια προσπάθεια του νεαρού τότε ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη και του εισαγγελέα Παύλου Δελαπόρτα που τόλμησαν, παρά τις πιέσεις και τις απειλές, να υπονομεύσουν τα ίδια τα θεμέλια του «κρατικού μηχανισμού», προκειμένου να αποδώσουν δικαιοσύνη. Δεν έμαθε ποτέ πόσους ανθρώπους ενέπνευσε με το παράδειγμά του, με την ατρόμητη στάση του απέναντι στην προδιαγεγραμμένη μοίρα του, και ας ήξερε όσο ζούσε πόσους εξαγρίωνε με την ασυμβίβαστη στάση του. Δεν έμαθε ποτέ πόσο στοίχισε η απώλειά του στη γυναίκα του, κι ας ήταν ίσως η τελευταία μορφή που πέρασε από το μυαλό του την ώρα που δεχόταν το ολέθριο χτύπημα στο κεφάλι και σωριαζόταν στην άσφαλτο. Δεν έμαθε ποτέ ότι «πεθαίνοντας έγινε πολιτικός ήρωας» με πανελλήνια ακτινοβολία, ούτε ότι τρία χρόνια αργότερα, το 1966, «ξανάγινε ήρωας γεμίζοντας με το μυθοποιημένο ανάστημά του τις τετρακόσιες πυκνοτυπωμένες σελίδες του "Ζ"», όπως γράφει ο Αντρέας Καραντώνης.
«Είχα μπερδευτεί μέσα σε αυτό το αλλοπρόσαλλο και αντιφατικό υλικό. Αντιφατικό για τον λόγο ότι στον "φάκελο Λαμπράκη" υπήρχαν αποκόμματα από εφημερίδες όλων των παρατάξεων. Πώς να έβγαζα άκρη, πώς να έπαιρνα την ιστορία από την αρχή της;» ομολογεί ο Βασιλικός στο «Ημερολόγιο του "Ζ"». Μια διαφορετική, αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα πρόκληση αντιμετώπισαν η σκηνοθέτις Εφη Θεοδώρου και οι συντελεστές της παράστασης στη Νέα Σκηνή του Εθνικού. Αυτή τη φορά δεν είχαν μπροστά τους ένα «αλλοπρόσαλλο και αντιφατικό υλικό», ούτε βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από τα γεγονότα που έτρεχαν. Είχαν για συμμάχους τους ένα σημαντικό μυθιστόρημα-ντοκουμέντο και τη διάθεσή τους να το αποδώσουν στην ουσία του. Και το κατάφεραν.
Με άξονα το τραπέζι, οι ηθοποιοί μιλούν, διαβάζουν, τοποθετούν διαφάνειες στον προτζέκτορα και ταυτόχρονα ενσαρκώνουν τα πρόσωπα του δράματος, σαν μελετητές-ιστορικοί που στο όνομα της πληρέστερης αναπαράστασης και αναμετάδοσης της αλήθειας δεν διστάζουν να μπουν στο «πετσί» των πρωταγωνιστών της ιστορίας που αφηγούνται. Ετσι από το μυθιστόρημα-ντοκουμέντο φτάνουμε στο θέατρο-ντοκουμέντο εμμένοντας στην ίδια «τραγικοσατιρική παρουσίαση» (Ιταλο Καλβίνο) που χαρακτηρίζει το βιβλίο. Σε αυτό το πλαίσιο οι «κακοί» (οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί, οι τραμπούκοι και οι ακροδεξιοί ιθύνοντες της Αστυνομίας) αποδίδονται σατιρικά, σαν καρικατούρες (απολαυστικός ο Νίκος Χατζόπουλος ως γελοίος Διευθυντής- Μαστοδοντόσαυρος αλλά και ο Γιάννης Κότσιφας ως ρεμάλι-δολοφόνος), ενώ οι «καλοί» (ο βουλευτής, η σύζυγός του, ο Ανακριτής, ο δημοσιογράφος) διατηρούν μια πιο «σοβαρή», εσωτερική θέση. Κι ενώ ο πρώτος κόσμος ζωντανεύει απόλυτα, ο δεύτερος υστερεί ελαφρώς σε ένταση, αναδύεται πιο σβησμένος, πιο αποτραβηγμένος (ιδιαίτερα μετέωρη η Μαρία Κεχαγιόγλου ως σύζυγος Λαμπράκη, ενώ στιγμές συγκίνησης εξασφαλίζει ο Γιάννος Περλέγκας ως Λαμπράκης), με στάση επιφυλακτική απέναντι στον λυρισμό που διαποτίζει στο βιβλίο τις σκέψεις όλων όσων δέχθηκαν την ευεργετική επίδραση του νεκρού. Παρ' όλα αυτά, το σύνολο διακρίνεται από γοητευτικούς, υποβλητικούς ρυθμούς, ανεπιτήδευτη απλότητα, διακριτικά ευρήματα, σύγχρονη αισθητική και προπαντός την αίσθηση νέων ανθρώπων που επισκέπτονται με αγάπη ένα κρίσιμο κεφάλαιο της Ιστορίας, ξορκίζοντας κάθε μουσειακή-ακαδημαϊκή διάσταση και αποδεικνύοντας ότι ενίοτε είναι λυτρωτικό να ξυπνούν τα φαντάσματα του παρελθόντος. Οι νεκροί μπορεί να μη μιλούν, σίγουρα όμως, στην περίπτωση του «Ζ» του Εθνικού, εμπνέουν: τον έρωτα, το θέατρο, τη μνήμη, τη δημιουργική πράξη.
Αρκουμανέα Λουίζα
ΤΟ ΒΗΜΑ