Το πρώτο κι εύκολο στο οποίο καταλήγει κανείς, παρακολουθώντας
την Αγία Ιωάννα των Σφαγείων του Μπέρτολτ Μπρεχτ, είναι ότι μία βασική πρόθεση του θεάτρου του, το παραξένισμα (μια διαδικασία που καθιστά μια γνώριμη κατάσταση άγνωστη, ανοικεία, παράξενη, που πρέπει να προσέξεις και να μελετήσεις για να κατανοήσεις), ξεπεράστηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων στον ιστορικό χρόνο. Την εποχή που γράφει την Αγία Ιωάννα η κρίση στη Γερμανία έχει χτυπήσει κόκκινο. Το 1932 οι άνεργοι φτάνουν τα 5 εκατομμύρια. Οι άνεργοι και οι μεγαλοβιομήχανοι της Ρουρ (!) θα στηρίξουν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Ο δαιμόνιος Μπρεχτ διακρίνει το παράδοξο ο ίδιος άνθρωπος να «καλύπτει» ιδεολογικά δύο σύνολα αντίθετων συμφερόντων και συλλαμβάνει μία ιστορία στην οποία αποτυπώνει τη λειτουργία/σημασία της κρίσης στο καπιταλιστικό μοντέλο. Οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες, γράφει ο Μαρξ, «όταν οι αστικές συνθήκες έχουν γίνει υπερβολικά στενές για να χωρέσουν τον πλούτο που οι ίδιες παρήγαν», οδηγώντας στην καταστροφή ενός μεγάλου μέρος τόσο των παραγωγικών δυνάμεων όσο και των παραχθέντων προϊόντων. Ο Μπρεχτ, με την Αγία Ιωάννα των Σφαγείων, αποδεικνύει σκηνικά τη θεωρία.
Ο βασιλιάς του κρέατος στο Σικάγο, Πιερμόντ Μάουλερ, ακολουθώντας τις υποδείξεις των φίλων του, χρηματιστών στη Νέα Υόρκη, προκαλεί την εξόντωση των αντιπάλων του, χιλιάδες εργαζόμενους στην ανεργία και στην εξαθλίωση, το ίδιο το σύστημα ένα βήμα πριν από την κατάρρευση. Και όμως, την τελευταία στιγμή κάτι γίνεται και οι μόλις χρεοκοπημένοι επανακάμπτουν ως εγγυητές και πάλι της ανάπτυξης. Γύρω από δυο–τρία ζητήματα κινεί το σύνολο των κεφαλαιούχων, το σύνολο των εξαθλιωμένων ανέργων, τα μέλη του Στρατού Σωτηρίας («φιλάνθρωπους» στυλοβάτες του συστήματος που υπόσχονται απολαύσεις στη μετά θάνατον ζωή) και την Ιωάννα. Αυτή εκφράζει την ατομική συνείδηση ως προς τα συλλογικά υποκείμενα που προσπαθούν να τη χειραγωγήσουν. Η Ζαν Ντ' Αρκ μπήκε μπροστά στο πόλεμο με τους εχθρούς και κατάφερε να τους νικήσει. Η Ιωάννα των Σφαγείων βούλιαξε στους δισταγμούς της: καταγγέλλοντας τη βία για την αταξία και τη σύγχυση που προκαλεί, αρνήθηκε να αγωνιστεί μαζί με τους πεινασμένους εργάτες. Ούτε αυτήν τη φορά θ' αλλάξει κάτι. Στο τέλος θα αναγνωρίσει την αποτελεσματικότητα του «συστήματος της τραμπάλας» (οι λίγοι μένουν επάνω γιατί κρατάνε τους πολλούς κάτω): «Εκμετάλλευση και αταξία: κτηνώδες και συνεπώς ακατανόητο»! Και παραδέχεται πως «μόνο η βία ωφελεί, όπου εξουσιάζει η βία!».
Ο Μπρεχτ ακτινογραφεί την αιτιότητα που συνδέει φαινόμενα οικεία σ' εμάς αυτήν την εποχή, όπως και τις πολλαπλές δυνατότητες αντίδρασης του ενός και του άλλου κοινωνικού συνόλου που, ως μεταβλητές, μπορούν να αποτρέψουν τη μία ή την άλλη εξέλιξη. Αλλά «παραξένισμα» δεν προκύπτει. Σε αντίθεση με τους θεατές του 1930, το σημερινό κοινό γνωρίζει πολλά περισσότερα για τη λειτουργία του καπιταλισμού στην εξέλιξή του μέσα στον χρόνο ώστε να εντυπωσιαστεί από την εμβριθή μπρεχτική σκηνική ανάλυση.
Παραμένει, ωστόσο, το θαύμα της διαλεκτικής δραματουργίας του – από μόνη της ένα αξεπέραστο πείραμα. Ο Νίκος Μαστοράκης ατύχησε, κατά τη γνώμη μου, στη βασική επιλογή του. Θέλησε ο κόσμος της παράστασής του να είναι σκοτεινός και δύσμορφος, αλλά το σκοτάδι και η σύγχυση αποτυπώνονται στους διαλόγους και στη δράση, δεν χρειάζεται να αποδίδονται και οπτικά. Το έργο, πολυπρόσωπο και χωρισμένο σε πολλές μικρές σκηνές, έπρεπε να αντιμετωπιστεί κατά το δυνατόν καθαρά και λιτά, με λιακάδα και χρώματα και με ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα – ίσως τότε να ισορροπούσε η δράση με το «βάρος» των σύνθετων ζητημάτων που θέτει ο συγγραφέας. Οι βιντεοπροβολές δεν πρόσφεραν τίποτα στην όψη και το μάτριξ με τα τεράστια κόκκινα γράμματα δυνάστευε τη σκηνή.
Θαυμάσια η μουσική και τα περισσότερα τραγούδια που έγραψε ο Σταύρος Γασπαράτος – σ' ένα άλλο κόνσεπτ τα τραγούδια του θα απογείωναν τη σκηνική δράση. Οι ηθοποιοί αξίζουν πολλούς επαίνους για την προσπάθειά τους και τις επιδόσεις τους. Θα ξεχωρίσω τον Μιχάλη Οικονόμου, το θαυμάσιο δίδυμο των βιομηχάνων του Άγγελου Μπούρα και του Μίνου Θεοχάρη, την Κίκα Γεωργίου και τη Γόνη Λούκα του Στρατού Σωτηρίας. Η Βίκυ Βολιώτη είναι μια συγκινητική Ιωάννα – αλλά γιατί τόση προσπάθεια να φαίνεται άσχημη; Όσο για τον Αιμίλιο Χειλάκη, που αναδείχτηκε πρόωρα πρωταγωνιστής κι αυτό συνήθως δεν είναι για καλό, ξεκινά καλά, αλλά όσο το έργο προχωρεί, καταφεύγει σε σχήματα, θορυβώδη γέλια κι ένα μουγγό, εξωστρεφές παίξιμο (που, όχι, δεν είναι «μπρεχτικό»).
Αλλά αν η παράσταση δεν κατάφερε να «μιλήσει», δεν ακυρώνεται η πρόκληση που είναι αυτό το έργο από μόνο του. Η εποχή μας ζητάει έργα που να δίνουν τόσες και τέτοιας ποιότητας αφορμές για σκέψη – κι ας μοιάζει να τα έχει ξεπεράσει. Ο Μπρεχτ είχε διαβάσει Χέγκελ και ήξερε ότι: «Το γνώριμο, επειδή ακριβώς είναι γνώριμο, δεν είναι γνωστό. Είναι η συνηθέστερη αυταπάτη, καθώς και εξαπάτηση των άλλων, κατά τη διαδικασία απόκτησης γνώσης, να προϋποθέτει κάποιος κάτι ως γνώριμο, καθιστώντας το έτσι εύκολα αποδεκτό». Κι αυτό είναι το πρώτο βήμα για να αντιμετωπίσουμε αυτή την παραλυτική αδράνεια στην οποία έχουμε βυθιστεί.
Η Αγία Ιωάννα των Σφαγείων
Έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Σκηνοθεσία: Ν. Μαστοράκης.
Ερμηνεύουν: Αιμ. Χειλάκης, Β. Βολιώτη, Κ. Γεωργίου, Δ. Δεγαΐτης.
Μουσ.: Στ. Γασπαράτος.
Φωτ.: Σ. Μπιρμπίλης.
ΘΕΑΤΡΟ ΑΚΡΟΠΟΛ Ιπποκράτους 9-11, Κέντρο, 210 3643700
Παραστάσεις: Απόγ: Τετ., Σάβ. (λαϊκή) 18:00, Κυρ. 19:00. Βραδ: Πέμ. 20:00, Παρ., Σάβ. 21:00. Εισ.: €25, 20, 15, 10 (Παρ., Σάβ. βραδ., Κυρ.) €15 (Τετ., Σάβ. λαϊκή), Πέμ. €18. Διάρκεια: 120'
ΜΑΤΙΝΑ ΚΑΛΤΑΚΗ
LIFO