Στην «Αγία Ιωάννα των σφαγείων» (1929), μια μεγαλειώδη παραβολή με δύναμη προφητείας, ο Μπρεχτ μάς δείχνει τον σημερινό κόσμο και μας εξηγεί πώς εργάζεται ο παγκόσμιος καπιταλισμός, σαν μια μηχανή που αλέθει κρέας κατασκευάζοντας ήρωες τους οποίους, κατόπιν, καταναλώνει. Μας προειδοποιεί ότι ο καπιταλισμός δεν κινδυνεύει από τις οικονομικές κρίσεις που ο ίδιος δημιουργεί, αλλά αντίθετα, τρέφεται από αυτές. Και μας προτείνει να πάρουμε το μόνο όπλο που διαθέτουμε για να τον πολεμήσουμε.
Είναι το πιο άμεσα πολιτικό έργο του Μπρεχτ, και αν μιλά τη γλώσσα της παραβολής, είναι για να καταλάβουμε το βαθύτερο νόημά του. Η «Αγία» Ιωάννα θέλει καλοπροαίρετα να «σώσει», μόνο με την υπομονή και τη φιλανθρωπία, σαν άλλος Δον Κιχώτης ή Άμλετ, έναν διεφθαρμένο κόσμο. Πετυχαίνει, όμως, το αντίθετο: διαιωνίζει αυτό που πολεμούσε, τη φονική εξουσία και τη βαρβαρότητα. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι στο Β΄ μέρος του «Δον Κιχώτη» δεν παρακολουθούμε μόνο την ήττα του ιδαλγού ήρωα αλλά, επίσης, το «ξύπνημα» του αντιηρωϊκού Σάντσο. Ενώ στο τέλος του Άμλετ μένουν ως «εσαεί» παρακαταθήκη τα στερνά του λόγια: «Οράτιε πεθαίνω, εσύ θα ζήσεις για να με δικαιώσεις, το έργο μου και τη ζωή μου (...) Σε όσους αμφιβάλλουν, θα πεις την ιστορία μου!». Το «Αγία» δεν είναι ειρωνικό, δεν παραπέμπει στη ματαιότητα της ατομικής θυσίας, αλλά φωτίζει μια παραδειγματική τέχνη που αν δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλάζει τις συνειδήσεις.
Ένα τέτοιο έργο - παραβολή πρέπει να παίζεται απλά, ασχολίαστα και θυμόσοφα, χωρίς περίτεχνες και διανοουμενίστικες «ερμηνείες». Έτυχε πρόσφατα να παρακολουθήσω σε ένα λαϊκό καφενείο της γειτονιάς όπου μένω (Πατήσια) μια συζήτηση λαϊκών ανθρώπων... περί Μπρεχτ. Θυμόντουσαν τη «Μάνα Κουράγιο» της Παξινού και τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Θεάτρου Τέχνης. Μιλούσαν με λόγια απλά, ζεστά και καθημερινά γι' αυτό που είχαν εισπράξει απ’ τις πιο πάνω παραστάσεις. Κάπως έτσι πρέπει να παίζεται, υποθέτω, ο Μπρεχτ. Σαν λαϊκή σοφία σε καφενείο της γειτονιάς. Όλα τα άλλα περισσεύουν.
Αντ’ αυτών η παράσταση στο «Ακροπόλ» (σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη, κίνηση της Ζωής Χατζηαντωνίου) ήταν γεμάτη με ετερογενή αδρανή υλικά: ήχους εκκωφαντικούς, φωτισμούς εκτυφλωτικούς (Σάκης Μπιρμπίλης), βαριά σκηνικά - κοστούμια (Μαστοράκης), βίντεο που διασπούσαν τον ρυθμό (Μιχάλης Κλουκίνας) και τα εκνευριστικά μικρόφωνα??? με μια υφολογική πανσπερμία που της επέτρεπε να δανείζεται ανέτως από παντού και να ανακατεύει όλες τις γεύσεις: το γλυκό με το ξινό, το ωμό με το ψημένο, το «σενιάν» ρεαλιστικό με ολίγη εξπρεσιονιστική μαγιονέζα, το γαλλικό πικάντικο με την κινέζικη όπερα κ.ά. Η πολυσυλλεκτική μαγειρική, όμως, χρειάζεται απαραιτήτως έναν ειδικευμένο «σεφ». Αλλιώς, διαμαρτύρεται το στομάχι. Ούτε το ασπρόμαυρο μακιγιάζ α λα Τζόκερ («Μπάτμαν»), ούτε ο «θρόνος του αίματος» αλά Κουροσάβα, προσθέτουν κάτι στο πρόσωπο του ειδεχθούς Μάουλερ. Ο Αιμίλιος Χειλάκης μπορούσε κάλλιστα να το δώσει χωρίς αυτά και ήταν στιγμές που το αποδείκνυε. Ενώ η καλή Βίκυ Βολιώτη παγιδεύτηκε από τη σκηνοθεσία σε έναν ακύμαντο, ρηχό ρεαλισμό, δίχως μεταπτώσεις. Ποιος είπε ότι τα πρόσωπα του Μπρεχτ δεν διαθέτουν συγκρουόμενα συναισθήματα; Αυτά για τους «πρώτους» ρόλους.
Στους «δεύτερους» και σε επίπεδο ατομικό, η παράσταση παίρνει κάποιες ανάσες. Η Γόνη Λούκα συνδυάζει γόνιμα το «πικρό» με το «γλυκό», η Δανάη Κατσαμένη δίνει ακέραιο το «στυφό» και ο Μιχάλης Οικονόμου σε μικρογραφία το «ωμό». Ο Δημήτρης Δεγαΐτης παίζει με το μυαλό, είναι μπρεχτικός με ουσία και η Ελένη Ουζουνίδου καρφώνει καίρια. Η Κίκα Γεωργίου διαθέτει δύναμη αποτύπωσης, οι Λάμπρος Κτεναβάς Κωνσταντίνος Μαραβέλιας, Άγγελος Μπούρας και Μίνως Θεοχάρης έχουν έντονο και διακριτό σκηνικό στίγμα.
Η πληθωρική μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, μια σωστή «Συμφωνία των εκδοροσφαγέων», δέσποσε πάνω στο έργο που όμως θέλει, πιστεύω, ως μόνη υπόκρουση μια ομιλούσα «σιωπή των αμνών». Η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα γενικά χρηστική, αλλά δεν διέκρινε, όπως άλλωστε, η σκηνοθεσία, το μαχαίρι από το κόκκαλο??? τη γλώσσα της εξουσίας από εκείνη των πληβείων. Το εμβόλιμο που επιχειρούσε να «εξηγήσει» στους θεατές τον Μπρεχτ ήταν κατά τη γνώμη μου άχρηστο.
Ωστόσο, και μόνο για το πολιτικό μήνυμα του έργου, δείτε το.
Πολενάκης Λ.