Βλέπω σύγχρονους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς
να δημιουργούν έργα που θυμίζουν κάπως αφηρημένη ποίηση. Και μία άλλη τάση τους είναι να χρησιμοποιούν περιγραφές που θυμίζουν ιατρικό εγχειρίδιο ανατομίας. Το βλέπουμε αυτό και στον Δημητριάδη και στον Μαυριτσάκη. Δεν ξέρω αν είναι η επίδραση της σωματικότητας του θεάτρου στο θεατρικό κείμενο ή είναι μια τάση της εποχής ή απλά έτυχε σε συγκεκριμένους συγγραφείς να υιοθετούν αυτό το ύφος.
Το έργο του Μαυριτσάκη – και μέσα από την πολύ παρεμβατική σκηνοθεσία του Olivier Py- έχει αρκετά σκοτεινά σημεία, αλλά δεν είναι το πιο δυσνόητο έργο που έχω δει. Αυτό που εγώ κατάλαβα, είναι ότι ένας έφηβος (ο Χάρης Τζωρτζάκης) έχει μια μπερδεμένη σεξουαλικότητα, με το κοινωνικό θέλω της ετεροφυλοφιλίας να συγκρούεται με μια gay εσωτερική του φύση. Υπάρχει μια αίσθηση ότι αυτό το gay ή θηλυπρεπές στοιχείο μπορεί να προέρχεται από την συναισθηματική του πρόσδεση με την μητέρα του (Μαρία Κεχαγιόγλου). Αυτή η σχέση φτάνει σε σημείο σεξουαλικών σχέσεων (στην παράσταση μάνα και γιος γδύνονται και κάνουν έρωτα, αλλά δεν είναι σαφές αν αυτή η αναπαράσταση αναφέρεται σε πραγματικό επίπεδο ή σε συμβολικό επίπεδο της επιθυμίας- ιδίως από την πλευρά της μητέρας). Εκτός από την μητέρα, υπάρχει και μια επίσης έφηβη ερωτική σύντροφος (Κίτυ Παϊτατζόγλου), η οποία αυτοκτονεί στο φινάλε γυμνή, ενώ σαν φάντασμα γίνεται το φροϋδικού τύπου τοτέμ που συνοδεύει τον ήρωα στην μετέπειτα διαδρομή του.
Αυτή η μπερδεμένη σεξουαλική ταυτότητα έρχεται να γίνει καταλύτης ή να τροφοδοτήσει την παράνοια του ήρωα. Η κοινωνία είναι σε σύγκρουση μαζί του: σκηνές εξορκισμού ή ψυχιατρικής θεραπείας (από τον Περικλή Μουστάκη) , συγκρούσεις με τους μεγαλύτερους (τον πατριό του Νίκο Χατζόπουλο, τον σκληρό εργοδότη Μηνά Χατζησάββα), η προσπάθεια επαγγελματικής τακτοποίησης είτε μέσω του πατριού του, είτε μέσα από μία δουλειά σε ένα σφαγείο. Και φυσικά, η αλληγορία της σφαγής των ζώων, την οποία έχουμε δει και σε άλλα έργα, έρχεται να δώσει μια εικόνα της βαρβαρότητας της ανθρώπινης ζωής και του ψευδούς στοιχείου της πολιτιστικής υπεροχής. Όμως, φαντάζομαι, ότι έχει να κάνει και με την αγριότητα που σε ψυχικό επίπεδο βιώνει ο ήρωας, που σχοινοβατεί με την ομοφυλοφιλία και την ετεροφυλοφιλία, την ανάγκη του να ταιριάξει στον κόσμο και να επιβιώσει σε αυτόν, αλλά και την αποξένωση που νιώθει από αυτόν.
Το έργο έχει αρκετούς μονολόγους και συμβολικά (εξωπραγματικά) στοιχεία. Το φαντασιακό μπλέκει σε μεγάλο βαθμό με το πραγματικό, ενώ υπάρχει και το εύρημα της «παράνοιας» του κεντρικού χαρακτήρα, που επίσης προκαλεί ακόμα περισσότερες φαντασιακές παρεμβολές στην πραγματικότητα της θεατρικής αφήγησης.
Η παράσταση του Py έχει αρκετές σκηνές που σοκάρουν τον αμύητο στο μοντέρνο θέατρο θεατή και απευθύνεται, εκτιμώ, στους λάτρεις των πολύ «προχώ» παραστάσεων. Έχει πάντως σαφώς μεγαλύτερη ποιότητα από άλλες αντίστοιχες προσπάθειες να κινηθούμε στα πιο ριζοσπαστικά θεατρικά ρεύματα, οι οποίες καμιά φορά έχουν μια ροπή προς την κακοτεχνία και την προχειρότητα- υποτίθεται για ιδεολογικούς λόγους. Το συγκεκριμένο έργο δεν εμφανίζει κακοτεχνίες και προχειρότητες, ενώ οι ηθοποιοί που παίζουν είναι όλοι σχεδόν υψηλού επιπέδου και δίνουν αξιολογότατες ερμηνείες. Τα σκηνοθετικά ευρήματα μπορεί να είναι σκληρά και ίσως υπερβολικά αποκαλυπτικά –υπάρχει και αρκετό γυμνό στην παράσταση- αλλά δεν ξεφεύγουν από το πνεύμα του έργου και ίσως να το βελτιώνουν κιόλας.
Υπάρχει ένα θέμα με τον ρυθμό σε κάποια σημεία- ιδίως αυτά που έχουν μακροσκελής και ενίοτε ασυνάρτητους μονολόγους, όπως υπάρχουν και νοητικά χάσματα που κουράζουν, όσο και ο πολύς μονόλογος. Κάποιοι ίσως μιλήσουν και για «πρόκληση για την πρόκληση». Εγώ δεν θα έφτανα ως εκεί. Η σκηνογραφία έχει ενδιαφέρον και αποτυπώνει τον ζοφερό και μεταμοντέρνο χαρακτήρα της παράστασης- ιδίως το πάτωμα, το στρωμένο με κάτι που μοιάζει με στάχτη. Οι φωτισμοί και η μουσική θέλουν να τονίσουν μια αίσθηση αγωνίας, που δένει με τις σκηνές της παράστασης που έχουν δράση και εριστικούς διαλόγους. Σε άλλα σημεία, που βασίζονται στον μονόλογο, πέφτουν λίγο στο κενό.
Οι ηθοποιοί δίνουν ποιοτικές και τολμηρές ερμηνείες. Τόσο οι έμπειροι του θιάσου, όπως η Μαρία Κεχαγιόγλου, ο Μηνάς Χατζησάββας και ο Νίκος Χατζόπουλος, ξεχωρίζουν, όσο και ο νεότερος, αλλά σταθερής αξίας Γιάννος Περλέγκας, στον ιδιαίτερο ρόλο του ερμαφρόδιτου, που είναι κάτι σαν ένα αμφισεξουαλικό φάντασμα που απειλεί να κυριεύσει τον κεντρικό χαρακτήρα. Αλλά και οι νεαροί ηθοποιοί Χάρης Τζωρτζάκης (ο οποίος μάλιστα κλήθηκε να αντικαταστήσει εκτάκτως τον Δημήτρη Μοθωναίο) όσο και η Κίτυ Παϊταζόγλου ήταν αξιόλογοι στους ρόλους τους. Ιδίως η Παϊτατζόγλου επέδειξε και αρκετή τόλμη σε αυτό που χρειάστηκε να κάνει προς το φινάλε.
Γενικά, η παράσταση «Vitrioli» είναι μια παράσταση, η οποία θεωρώ ότι απευθύνεται στους πολύ εξοικειωμένους και στους οπαδούς των πολύ μοντέρνων ρευμάτων του σύγχρονου θεάτρου. Είναι ένα σκληρό έργο, που σίγουρα σε πολλούς θα φανεί υπερβολικά προκλητικό, ενώ είναι και αρκετά δυσνόητο (αλλά όχι ακατανόητο). Έχει σκηνοθετική άποψη, αν και με κάποια χάσματα στην πορεία, έντονες εικόνες, αλλά και ποιοτικές ερμηνείες.
Monopoli.gr